Μια ιστορία για Cinemania και έγχρωμο ποδόσφαιρο
Περπατάς έξω από ένα γκαράζ και ξαφνικά, όπως το βλέπεις, στον νου σου «καρφώνονται» σκηνές από την κλασική ταινία «Τρεις ημέρες του Κόνδορα» του Σίντνεϊ Πόλακ (με Ρέτφορντ και Φέι Νταναγουέι).
Του Διονύση Ελευθεράτου
Από την πλατεία Αμερικής μέχρι το τέρμα της οδού Πατησίων και σε μια ακτίνα τετρακοσίων μέτρων πάνω και κάτω από αυτή συναντούσες τόσους πολλούς κινηματογράφους, ώστε προλάβαινες -αν ήθελες- να δεις το ίδιο βράδυ δύο ταινίες, σε ισάριθμες αίθουσες που είχαν τις ίδιες ώρες προβολής. Δεν χρειαζόταν καν να έχεις προεπιλέξει τη δεύτερη ταινία: με γρήγορο βάδισμα, σε είκοσι λεπτά (ίσως και λίγο παραπάνω), προλάβαινες να περάσεις έξω από τρεις έως πέντε αίθουσες, να δεις ποιες ταινίες προβάλλονταν και να αποφασίσεις επιτόπου. Το πολύ πολύ να έχανες τα «προσεχώς».
Κατοικώντας στα Πατήσια από τις αρχές της δεκαετίας του '70, ο γράφων βίωσε τη «Cinemania» ως ένα από τα πέντε-έξι πιο διαδεδομένα must των εφηβικών παρεών της εποχής (και περιοχής). Το καθολικό, απόλυτο must βεβαίως ήταν οι ατέλειωτες ώρες μπάλας στις αλάνες και τα φυσικά γηπεδάκια (διαφόρων μεγεθών και... σχημάτων) της τεράστιας έκτασης, στην οποία λίγο αργότερα θα κτιζόταν το σχολικό συγκρότημα Γκράβας. Ο κινηματογράφος, όμως, παρέμεινε πολύ ψηλά στον κατάλογο των νεανικών επιλογών στα Πατήσια, όχι μόνο επειδή αυτό το «δάσος» από αίθουσες επέζησε -αν και ολοένα λιγότερο πυκνό- επί χρόνια αφότου χάθηκαν τα γηπεδάκια της Γκράβας, αλλά και διότι εξασφάλιζε επιλογές για όλα τα γούστα: από ένα-δυο τσοντάδικα μέχρι το «Στούντιο» που ειδικευόταν στον Μπερτολούτσι και τους αδελφούς Ταβιάνι, όλα τα 'χε ο μπαξές...
Κάπως έτσι, όταν περνάω μπροστά από έναν... τέως κινηματογράφο των Πατησίων, ο νους μου «τιμά» μερικές από τις αξέχαστες ταινίες που είδα εκεί -φαντάζομαι ότι αυτές που απέρριψε η μνήμη είναι δεκάδες. Να, φερ' ειπείν το νυν γκαράζ που μου θυμίζει τις «Τρεις ημέρες του Κόνδορα» στην «πρώτη ζωή του» ήταν ο θερινός «Αλφα», στην οδό Κέας, πολύ κοντά στη διασταύρωση με την Πατησίων, στην πλατεία Κολιάτσου.
Αυτό ακριβώς με παρακίνησε να γράψω το σημερινό σημείωμα: προτού απέλθει και το υπόλειμμα της «Αντζελας», να σας πω με ποια εξαιρετική βραδιά συνδέθηκε ο εν λόγω κινηματογράφος στον νου πολλών κατοίκων της περιοχής, στη δεκαετία του '70: εκεί είδαμε για πρώτη φορά σε οθόνη (και μάλιστα μεγάλη) έγχρωμο ποδόσφαιρο! Δύο ώρες έγχρωμου αγγλικού ποδοσφαίρου τότε, ήταν εμπειρία ζωής και λόγος να νιώσεις πως βρισκόσουν στον παράδεισο.
Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς προβλήθηκε η ταινία αυτή στην «Αντζελα», αλλά σίγουρα ήταν έπειτα από το 1972 ή τουλάχιστον όχι νωρίτερα από τη δύση εκείνου του έτους. Θέμα της ήταν η διοργάνωση του Κυπέλλου Αγγλίας της περιόδου 1971-72, η οποία είχε ολοκληρωθεί το Σάββατο, 6 Μαΐου 1972 με τον τελικό Λιντς - Αρσεναλ (1-0). Αναρωτιέστε για ποιο λόγο η διοργάνωση εκείνη έγινε φιλμ; Πιθανότατα επειδή το 1972 συμπληρώνονταν 100 χρόνια από τον πρώτο τελικό Κυπέλλου Αγγλίας.
Η έγχρωμη τηλεόραση θα κατέφθανε στην Ελλάδα το 1979, στηριζόμενη στο γαλλικό σύστημα SECAM. Βλέπετε, τα μεταπολιτευτικά χρόνια κύλισαν υπό την επήρεια του σλόγκαν «Ελλάς - Γαλλία - Συμμαχία». Ε, κάποια στιγμή το «Συμμαχία» έγινε «Τεχνολογία»|. Χάρη στον κινηματογράφο, όμως, ατύπως ίσχυσε νωρίτερα άλλο δόγμα: Ελλάς - Αλβιώνα, δες έγχρωμο αγώνα. Για την ακρίβεια, φάσεις από πολλούς αγώνες για την προαναφερθείσα διοργάνωση του 1971-72. Εκείνη η ταινία είχε ελληνικό τίτλο «Το Κύπελλο της Δόξης» -ναι, έτσι καθαρευουσιάνικο. Τι σήμαινε για τους θεατές που την παρακολούθησαν; Απόλυτη μαγεία. Διότι ήταν τα 70s...
Οι φανέλες, οι χρωματικοί κυματισμοί στην εξέδρα, οι αποχρώσεις του πράσινου στο χορτάρι και του χώματος μπροστά στις εστίες, οι κάμερες που ενίοτε γίνονταν ρομαντικές κι έψαχναν τα χρώματα του δειλινού στον ουρανό, πάνω από τις κερκίδες... Εικόνες πρωτοφανείς στα μάτια ανθρώπων που είχαν ταυτίσει την οθόνη με το ασπρόμαυρο. Εβλεπες τότε ξένο ποδόσφαιρο στην TV και αν δεν ήξερες τα χρώματα των ομάδων είχες ένα ωραίο κουίζ -εσύ και η παρέα. Το ανοιχτό είναι άσπρο ή κίτρινο; Το σκούρο τι είναι; Μαύρο; Κόκκινο; Μπλε; Πράσινο;
Στο σινεμά ο κόσμος χαιρόταν τόσο, ώστε πανηγύριζε όλα τα γκολ λες και τα σημείωνε η ομάδα του. Επιφύλασσε, επίσης, επιφωνήματα επιδοκιμασίας σε κάθε καλή πάσα, ντρίμπλα ή σέντρα. Σε μία περίπτωση, θυμάμαι, σηκώθηκαν οι πάντες από τις θέσεις τους και επευφημούσαν: ένας παίκτης της «μικρής», γηπεδούχου Χέρεφορντ, με μακρινό θεαματικό σουτ παραβίασε την εστία της Νιούκαστλ που ήταν το μεγάλο φαβορί. Τρελοί από τη χαρά τους, οι οπαδοί της Χέρεφορντ μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο για να πανηγυρίσουν. Η ομάδα τους είχε δεχθεί γκολ στο 82', αλλά ισοφάρισε στο 85'. Στην παράταση μάλιστα πέτυχε και δεύτερο τέρμα -εκεί να βλέπατε εισβολή! Σε ένδειξη συμπαράστασης και χάριν... χαβαλέ και παντομίμας, λίγο έλειψε να ορμήσουν και οι θεατές στην οθόνη της «Αντζελας».
Ολα καλά; Σχεδόν. Διότι βλέποντας τις φάσεις του τελικού έζησα πάλι τη στενοχώρια για την ήττα της Αρσεναλ. Το καταραμένο γκολ του Κλαρκ στο πρώτο δεκάλεπτο της επανάληψης, το αναθεματισμένο δοκάρι που «συναντήθηκε» με την μπάλα, στην καλύτερη ευκαιρία της Αρσεναλ να ισοφαρίσει -με το μεγάλο της όνομα, τον Τσάρλι Τζορτζ. Την εποχή εκείνη, το αγγλικό ποδόσφαιρο ήταν το μόνο που μας επισκεπτόταν μέσω TV κάθε εβδομάδα -κάθε Σάββατο, συγκεκριμένα. Ηταν θέμα συγκυριών και λεπτομερειών το ποια αγγλική ομάδα θα διάλεγες.
Ο γράφων είχε ήδη διαλέξει την Αρσεναλ, όχι μόνο επειδή τον εντυπωσίαζε το στυλ του Τσάρλι Τζορτζ, αλλά και διότι επενέργησε ο κανόνας που υπαγορεύει πως τα παιδιά διαθέτουν ανεπτυγμένο αίσθημα δικαιοσύνης. Ημουν 11 ετών όταν είδα στην TV το ματς Αγιαξ - Αρσεναλ (2-1), για τα προημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης της περιόδου 1971-72. Ο Ελληνας διαιτητής Λέλος Βαμβακόπουλος είχε «σπρώξει» τον Αγιαξ εφευρίσκοντας ένα πέναλτι. Στα 11 χρόνια μου δεν μπορούσα να είμαι βέβαιος για το ανύπαρκτο της παράβασης, με διαβεβαίωσε όμως η ομήγυρη. Το γεγονός ότι ο «δράστης» ήταν Ελληνας με εξόργισε και με έκανε να κατασταλάξω αμέσως: στο εξής θα ήμουν φίλος της Αρσεναλ!
Δεν ξέρω αν παραμένω τόσο δίκαιος σήμερα. Επειδή παραμένω, όμως, αρκετά δίκαιος απέναντι στις αναμνήσεις μου, αποφάσισα να αφιερώσω μια σελίδα σε ό,τι ωραίο μου θυμίζει ένα απλό ντουβάρι της οδού Πατησίων, που πιθανότατα σε λίγο δεν θα υπάρχει.