Πάολο Ρόσι: «Αν δεν στερηθείς κάτι, δεν μπορείς ποτέ να καταλάβεις την αξία του!»

Ο Πάολο Ρόσι είναι ο άνθρωπος που σαν σήμερα, 5/7, πέτυχε τα τρία γκολ απέναντι στη Βραζιλία, χαρίζοντας  στην Ιταλία το εφαλτήριο για να πάρει τελικά το Μουντιάλ του 1982. Ο Ιταλός, έδωσε συνέντευξη στον Χρήστο Σωτηρακόπουλο για τη SPORTDAY το 2005 και αξίζει να διαβάσετε το πιο σημαντικό απόσπασμά της.... 

Πάολο Ρόσι: «Αν δεν στερηθείς κάτι, δεν μπορείς ποτέ να καταλάβεις την αξία του!»

Είναι το επόμενο πρωινό της μεγαλύτερης ανατροπής που έγινε ποτέ σε τελικούς του UEFA Champions League. Το προηγούμενο βράδυ η Λίβερπουλ έχει επιστρέψει από τρία γκολ πίσω κόντρα σε μία απ’ τις πληρέστερες ομάδες όλων των εποχών, την Μίλαν στον τελικό της Κωνσταντινούπολης σε μια βραδιά που θα μνημονεύεται και μετά από 50 ή 100 χρόνια. Με τον Πάολο Ρόσι είχαμε γνωριστεί σχεδόν μία δεκαετία πίσω, στο παγκόσμιο κύπελλο των ΗΠΑ εκεί όπου η Ιταλία μετά από ένα κακό ξεκίνημα, και ήττα από την Ιρλανδία, έφτασε να διεκδικεί τρόπαιο στα πέναλτι εναντίον της Βραζιλίας.

Μέναμε στο ίδιο ξενοδοχείο, στο holiday in στο Χόλιγουντ και τα πρωινά πιάναμε (τι άλλο;) ποδοσφαιροκουβέντα! Την πίστευε πολύ εκείνη την ομάδα Και είσαι μόνο καλά λόγια να πει Για τον παίκτη που είχε κουβαλήσει την ομάδα στους ώμους σε όλους τους αγώνες αλλά η μοίρα του επιφύλαξε να μείνει περισσότερο στα κιτάπια της ιστορίας ως εκείνος που έχασε το τελευταίο πέναλτι: τον Ρομπέρτο Μπάτζιο.

Αν και ουσιαστικά δεν ήταν εκείνο το μοιραίο πέναλτι αφού νωρίτερα είχαν αστοχήσει ο Μασάρο και ο Μπαρέζι, ο κόσμος πιθανώς λόγω της διαφήμισης του ουίσκι έχει τον Μπάτζιο ως μοιραίο στη μνήμη του. Έντεκα χρόνια αργότερα με δεδομένο πως είχαμε περάσει ένα ολόκληρο διήμερο πάλι στο ίδιο ξενοδοχείο στην Κωνσταντινούπολη δόθηκε η ευκαιρία όλο το πρωινό που περιμέναμε να φύγουμε για τις πτήσεις μας, καθίσαμε για καφέ και η συνέντευξη προέκυψε εντελώς αβίαστα ίσως και για αυτό τον λόγο να εξελίχτηκε υπέροχα.

 
 

«Ξέρεις κάτι; Δεν δίνω συνεντεύξεις γιατί ουσιαστικά δεν με αφήνουν να φύγω από το παρελθόν...» ήταν οι πρώτες του κουβέντες, παραγγέλνοντας τους καφέδες μας. Του είπα πως στη δική μου την περίπτωση θα κάνει μία εξαίρεση και γέλασε λέγοντας πως και μόνο που δεν είμαι Ιταλός έχει κάποιο νόημα να μιλήσει. «Όχι, θα σου πω κάτι άλλο» του τόνισα και του έδειξα μια φωτογραφία που είχα μαζί τυπωμένη από ένα τετράδιο που κρατούσα ως μαθητής Λυκείου με αποκόμματα εφημερίδων το 1978 στη διάρκεια του Μουντιάλ της Αργεντινής. «Να κοίταξε εδώ, θα προτιμήσεις εμένα γιατί σε είχα φωτογραφία στο σχολείο κολλημένη σε τετράδιο από τα ματς στην Αργεντινή...» Τώρα γέλασε με τη καρδιά του... «Beh, allora si va» είπε και πρόσθεσε λίγη ζάχαρη στο διπλό espresso που μόλις είχε σερβιριστεί...

Λένε πως καλύτερα να ξεκινήσεις με ήρεμες ερωτήσεις ώστε να κάνεις κάποιον να λυθεί. Ωστόσο προτίμησα να πάω πολύ πιο επιθετικά στην αρχή Ώστε να βγάλουμε από τη μέση κατευθείαν το μεγαλύτερο αγκάθι, τα στοιχήματα και το σκάνδαλο του 1980. Απλά επέλεξα διαφορετικό τρόπο για την ερώτηση: «Τελικά τιμωρήθηκες για κάτι το οποίο δεν έκανες ή για κάτι το οποίο δεν ήξερες;»....Για όποιον δεν ξέρει τι είχε συμβεί στο πρώτο και μεγαλύτερο σκάνδαλο στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου(σ.σ. αφού πια τη δημοσιεύουμε ξανά σήμερα μέχρι το Calciopolis το 2006) διευκρινίζω ότι Μίλαν και Λάτσιο υποβιβάστηκαν, αρκετές ομάδες είχαν αφαίρεση βαθμών και περισσότεροι από 30 παίκτες τιμωρήθηκαν με διάφορες ποινές λίγες μόλις εβδομάδες πριν αρχίσει το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 1980 το οποίο διοργάνωναν οι Ιταλοί και ήταν το μεγάλο φαβορί.

Ο Ρόσι είχε τιμωρηθεί για ένα ματς της Αβελίνο με την ομάδα που έπαιζε τότε εκείνος, της Περούτζια το οποίο είχε τελειώσει ισοπαλία 2-2 που βόλευε και τις δυο ομάδες αλλά έπρεπε να σκοράρει ο ίδιος δύο φορές για να βγει πρώτος σκόρερ, σύμφωνα με αυτούς που το είχαν στήσει.

 
 
 

Η Γιουβέντους κάποτε είχε τα δικαιώματα του αλλά τα πούλησε στην Βιτσέντζα, μετατρέποντας τον στον πιο ακριβό ποδοσφαιριστή στον πλανήτη, το 1978, και το 1982 ενώ ήταν τιμωρημένος αναγκάστηκε να τον χρυσοπληρώσει προκειμένου να τον φέρει πίσω στο Τορίνο! «Αν και τιμωρημένος συνέχιζα να απασχολώ τον Τύπο και να κοστίζω πολύ» χαμογελάει αλλά είναι με πίκρα όχι με ευχαρίστηση... Τον ρωτάω φοβήθηκε πως είχε χάσει το Μουντιάλ. Ανακατεύεις λίγο ακόμα τον καφέ και σαφέστατα με νοσταλγία στα μάτια: «Ναι, νομίζω πως αν δεν υπήρχε ο Έντζο Μπεάρτζοτ, ένας διορατικός προπονητής αλλά κυρίως καλός άνθρωπος δεν θα πήγαινα ποτέ στην Ισπανία. Μου τηλεφώνησε και με στήριξε και μου είπε πως αν έπαιζα έστω και λίγο καλά στα ελάχιστα παιχνίδια που προλάβαινα με την Γιουβέντους στο τέλος της σεζόν, θα με είχε στην αποστολή. Σκόραρα εναντίον της Ουντινέζε σε μια νίκη με 5-1 στο πρώτο ματς που ξανάμπαινα σε γήπεδο. Πατούσα ξανά το χορτάρι και δεν το πιστεύω!

Ξέρεις αν δε σου στερήσουν κάτι δεν μπορείς να καταλάβεις την αξία του» υπογραμμίζει λέγοντας μια προς μια τις λέξεις. Ο Ιταλός τεχνικός τον έβαλε στην αποστολή και άκουσε πολλά από τον Τύπο, τον κατηγορούσε για νεποτισμό! Στα παιχνίδια του ομίλου έπαιξε βασικός και στα τρία αλλά δεν σκόραρε με την κούραση ολοφάνερη στο πρόσωπο του από την έλλειψη όχι μόνο αγώνων αλλά ακόμα και προπονήσεων. «Ο Μπέαρτζοτ σε κάθε παιχνίδι μου έλεγε να είμαι χαλαρός τύπος με στηρίζει. Αλλά στο πρώτο ματς με την Αργεντινή στα νοκ-άουτ που ήταν όμιλος τότε, με έβγαλε σε ένα ματς νικήσαμε 2-1.

Τότε πίστεψα ότι στο επόμενο με τη Βραζιλία δεν θα με ξεκινούσε και θα άρχιζε ο Αλτομπέλι». Τονίζει όμως πως ο Ιταλός τεχνικός παρά το διαρκή πόλεμο των Μίντια είχε θωρακίσει την ομάδα και το περιβόητο silenzio stampa το εμπάργκο στις δηλώσεις στον Τύπο λειτούργησε μέσα στα αποδυτήρια πολύ θετικά. «Μας είχαν πεισμώσει οι κριτικές και κυρίως ένα πρωτοσέλιδο που έγραφε "γυρίστε γρήγορα πίσω γιατί ετοιμάζουμε τις ντομάτες" με σαφή αναφορά σε αυτό που είχε συμβεί στην εθνική όταν την περίμεναν οι οπαδοί πετώντας σάπιες ντομάτες το 1966 μετά την ήττα από την Βόρειο Κορέα το παγκόσμιο κύπελλο της Αγγλίας» συμπληρώνει. Τον ρωτάω τι περνούσε από το μυαλό του πριν το ματς με τη Βραζιλία και η αντίδραση του έχει δώσει την απάντηση πριν μιλήσει: «τίποτα απολύτως.... Ωστόσο θα σου πω κάτι, πες το ένστικτο, πες το όπως θες, δεν ένιωθα απλώς ήξερα θα πως θα βάλω γκολ»...

 

Με κοιτάει στα μάτια και μου λέει: «Δεν είχα ιδέα, το είπα και τότε στο δικαστήριο. Ένα ματς που βόλευε αυτούς να μη χάσουν και εμάς να συνεχίσω να είμαι πρώτος σκόρερ αλλά όχι δεν το συζητούσαμε στα αποδυτήρια ή οτιδήποτε άλλο. Όταν πια έγινε το 2-2 ο αρχηγός της Αβελίνο μας ζήτησε να μην πιέζουμε ωστόσο θα το κάναμε έτσι κι αλλιώς, πιστεύω». Ήταν μία ιστορία που σημάδεψε το ιταλικό ποδόσφαιρο για χρόνια και κατέστρεψε την προετοιμασία της Σκουάντρα Ατζούρα για το Euro του 1980.

Αν και διοργανώτρια, δεν κατάφερε να παίξει τελικό αποκλειόμενη από το Βέλγιο, τερματίζοντας τέταρτη χάνοντας και στο ματς της παρηγοριάς για την τρίτη θέση από την Τσεχοσλοβακία στα πέναλτι. Ο Πάολο Ρόσι τιμωρήθηκε με τρία χρόνια αρχικά και μετά μειώθηκε στα δύο, πραγματικά πολύ μεγάλη ποινή για κάτι που δεν ήταν η αρχή και το τέλος του σκανδάλου. «Θέλησαν με τη δική μου πίνει να δώσουν ένα μήνα και πιθανώς το καταφέρω αλλά εμένα με έβαλαν μέσα σε έναν εφιάλτη για τον οποίο δεν μπορούσα να βγω, είτε είμαι ξύπνιος είτε κοιμόμουν». Το χειρότερο είναι ότι στο ενδιάμεσο δεν είχε δικαίωμα να προπονείται με κάποια ομάδα στην Ευρώπη. «Από εκεί που ήμουν ο πιο ακριβός παίκτης στον κόσμο, τώρα δεν μπορούσα καν να προπονηθώ. Έκανα ένσταση για την ποινή μειώθηκε από τα τρία σε δύο χρόνια και μου επιτράπηκε από τον Μάρτιο του 1982 να μπαίνω στο γήπεδο αλλά δεν μπορούσα να παίξω μέχρι τον Μάιο».

 
 
 
 
 

Και έγινε εκείνη τη μέρα αυτό που του άλλαξε τη ζωή... η έκρηξη όλων των συναισθημάτων μαζί, της προσμονής, της ανακούφισης, της οργής, της λύτρωσης. Σε ένα μαγικό ενενηντάλεπτο ίδιος σκόραρε τρεις φορές, αποκλείοντας πιθανώς την καλύτερη Βραζιλία (του Ζίκο του Σόκρατες, του Φαλκάο του Έντερ και του Σερέζο) που φάνηκε σε παγκόσμιο κύπελλο μετά από εκείνη του 1970. Και μάλιστα σε ένα παιχνίδι όπου η ισοπαλία απέκλειε την Ιταλία δίνοντας την πρόκριση στους Βραζιλιάνους. Το τελικό 3-2 με τρια γκολ δικά του αποτέλεσε το εφαλτήριο για τη συνέχεια. «Μου ξανάδωσε πίσω τη ζωή μου.

Ζούσαν σε ένα διαρκεί εφιάλτη είτε κοιμόμουν είτε μόλις ξυπνούσα, ένιωθα να έχω αλυσίδες τα πόδια. Είναι το ματς που τις πέταξε και έγινα ξανά κανονικός άνθρωπος» λέει και δεν μπορείς να μην συγκινηθείς από την εξιστόρηση. Είναι δύο άνθρωποι που συζητάνε δεν είναι συνέντευξη! Και αυτό τον έχει κάνει να μιλάει κανονικά, χαλαρά, αντιλαμβάνεσαι σε κάθε κουβέντα τι σημαίνει για εκείνον αυτός ο Ιούλιος του 1982.

«Μέσα σε επτά μέρες έγινα αποδιοπομπαίος τράγος έπειτα από τα γεγονότα του 1980, ένας εθνικός ήρωας, όλοι ήθελα να μου σφίξουν το χέρι. Μόνο που οι μέρες της μοναξιάς ήταν πολύ δύσκολες και μου σημάδεψαν ανεξίτηλα τη καρδιά και τη ψυχή, με καταλαβαίνεις;»... Τα δύο γκολ με την Πολωνία έφεραν την Ιταλία σε ένα τελικό και πάλι έπειτα από δώδεκα χρόνια. Και το πρώτο τέρμα στον τελικό με τη Γερμανία ήταν αυτό που άλλαξε το ματς δίνοντάς στους Ιταλούς την ευκαιρία σε ανοιχτούς χώρους να διαλύσουν την πρωταθλήτρια Ευρώπης. Το τελικό 3-1 όπως είχε περιγράψει παραστατικά ο Γιάννης Διακογιάννης για την τηλεόραση της ΕΡΤ εκείνο το βράδυ τις 11 της Ιουλίου του 1982, ήταν «ο θρίαμβος του ποδοσφαίρου του μπρίο της φαντασίας απέναντι στο ποδόσφαιρο των ρομπότ»...

Ο ιδιος ο Ρόσι ωστόσο στέκεται στο ματς με τη Βραζιλία: «Αυτός ήταν ο τελικός. Η καλύτερη ομάδα ίσως που έπαιξα εναντίον της στην καριέρα μου»... Φυσιολογικά το τέλος της χρονιάς τον βρήκε να έχει πάρει το χρυσό παπούτσι αλλά και τη χρυσή μπάλα ως ο καλύτερος παίκτης του 1982 από ψήφους των δημοσιογράφων σε όλο τον κόσμο του France football στο οποίο ανήκε ο θεσμός. «Λένε πως κάτι τέτοια πράγματα συμβαίνουν στις ταινίες. Εμένα μου συνέβησαν μέσα σε 26 μήνες στη ζωή μου. Από τη μία στιγμή ήρωας, μετά ένοχος, γιατί καταδικάστηκα για κάτι που δεν έκανα και γύρισα ώστε να γίνω πάλι ήρωας.

Κάτι τέτοιες στιγμές αντί να σε ανεβάσουν μπορεί να σε διαλύσουν. Ευτυχώς για μένα, τα πράγματα ήρθαν πολύ όμορφα. Και σήμερα απολαμβάνω το ποδόσφαιρο αλλά δε μου λείπει. Πριν μιλήσω με κοιτάει και λέει «Και όχι την ερώτηση σου την προλαβαίνω, δεν θα ήθελα να παίζω τώρα. Γιατί έζησα κάτι που δεν θα άλλαζα με όλα τα λεφτά του κόσμου!»