Ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος και η επόμενη μέρα της Τσέλσι
Ένα από τα προσωνύμια του Λονδίνου την τελευταία δεκαετία είναι το «Λόντονγκραντ», λογοπαίγνιο που χαρακτηρίζει εύστοχα την ανάμειξη Ρωσικών κεφαλαίων στην βρετανική πρωτεύουσα. Όλα αυτά, μέχρι πρόσφατα. Η εισβολή στην Ουκρανία δημιούργησε νέες συνθήκες μέσα στις οποίες η Βρετανία καλείται να αποβάλει όλες τις ηθικά και νομικά αμφισβητούμενες Ρωσικές επενδύσεις, αφού πλέον οποιαδήποτε σχέση με το καθεστώς Πούτιν έγκειται σε βαρύτατες και πολύπλοκες κυρώσεις διεθνούς εμβέλειας.
Ο ιδιοκτήτης της Τσέλσι, Ρομάν Αμπραμόβιτς, δεχόμενος σφοδρά πυρά για την σχέση του με την Ρωσική κυβέρνηση, ενήργησε με διπλό τρόπο. Αρχικά δώρισε τις μετοχές του στο κοινωφελές ίδρυμα της ομάδας, προστατεύοντας νομικά το κλαμπ από κυρώσεις. Στην συνέχεια ανακοίνωσε την αποχώρησή του από στην ομάδα με την πρόθεση οριστικής πώλησης της συμμετοχής του στην Τσέλσι.
Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο αν θα μπορέσει ο Αμπραμόβιτς να πείσει ενδιαφερόμενους επενδυτές. Η Τσέλσι, είναι η τρέχουσα Πρωταθλήτρια Ευρώπης και κόσμου, με τεράστιο fanbase, χορηγίες εκατοντάδων εκατομμυρίων, και βάσει δημοσιευμένων ισολογισμών προέρχεται από τρείς συνεχόμενες κερδοφόρες χρήσεις. Διαθέτει έναν από τους καλύτερους προπονητές στον κόσμο, ένα πλήρες ροστερ, άρτιες προπονητικές εγκαταστάσεις, καθώς και έναν μικρό στρατό από νεαρούς δανεικούς παίκτες.
Το βαθύτερο ζήτημα είναι ποιος θα είναι ο νέος ιδιοκτήτης της ομάδας μέσα στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνουν οι γεωπολιτικές συνθήκες. Έχει γίνει ήδη προφανές ότι η σύρραξη στην Ουκρανία δεν θα τελειώσει γρήγορα αλλά ακόμη και αν αυτή λήξει με πιθανή ήττα των Ουκρανών στο πεδίο της μάχης, η Δύση θα συνεχίσει να θέτει κυρώσεις στην Ρωσία και σε όσους συνεργάζονται μαζί της.
Οι πρωταρχικές αλλά κυρίως οι δευτερεύουσες αμερικανικές κυρώσεις που στοχεύουν σε όποιο φυσικό ή και νομικό πρόσωπο έρχεται σε οικονομική συναλλαγή με την κρατική οντότητα της Ρωσίας, θα αναγκάσουν κάθε χώρα και κάθε πιθανό επενδυτή να λάβει θέση στην νέα διαίρεση Δύσης-Ρωσίας με προφανές οικονομικό τίμημα.
Σε αυτό το πλαίσιο, αυτό που θα ωφελούσε μακροπρόθεσμα την Τσέλσι, θα ήταν μια καθαρά ευρωπαϊκή ή αμερικανική ιδιοκτησία, ‘’απελευθερωμένη’’ από οποιαδήποτε ρωσική ή άλλης προελεύσεως ανάμειξη.
Για παράδειγμα, οι χώρες της Μέσης Ανατολής απ' όπου πιθανώς να προέρχεται κάποιος Άραβας ενδιαφερόμενος επενδυτής είναι συνήθως φίλα προσκείμενες προς τις ΗΠΑ, όμως δεν μπορεί να είναι γνωστό από τώρα αν τα πράγματα θα συνεχίσουν έτσι και στο άμεσο μέλλον. Η Ρωσία θα αναζητήσει την δημιουργία νέων, βαθύτερων εμπορικών δεσμών με τα κράτη αυτά στην προσπάθειά της να μειώσει τις συνέπειες των υφιστάμενων κυρώσεων.
Είναι γνωστό ότι η ιδιοκτησία της Παρί Σαν Ζερμέν ανήκει στο ισλαμικό Κατάρ, ενώ προσφάτως πίσω από την Νιούκαστλ, βρέθηκε η Σαουδική Αραβία. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν επενδύσει στην Μάντσεστερ Σίτι. Θα φανεί στο αμέσως επόμενο διάστημα αν οι χώρες αυτές θα ακολουθήσουν την Δύση ή αν θα επιλέξουν πιο διαλλακτική στάση απέναντι στην Ρωσία με προφανείς επιπτώσεις για τις σχέσεις και επενδύσεις τους στην Δύση και στην Βρετανία.
Ούτε όμως κάποιο επενδυτικό fund κινεζικής προέλευσης όπως αυτό που κατέχει το πλειοψηφικό πακέτο της Ίντερ, θα αποτελεί την ασφαλέστερη επιλογή καθώς δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα συμβεί με την στάση της Κίνας τόσο στο ζήτημα της Ουκρανίας όσο και σε πιθανές μελλοντικές τριβές με τις χώρες της Δύσης για το καθεστώς της Ταϊβάν.
Ακόμη όμως και αν βρεθούν αξιόπιστοι Ευρωπαίοι ή και Αμερικανοί επενδυτές για τους «μπλε» του Λονδίνου, η επιτυχία της επόμενης ιδιοκτησίας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την επιλογή ενός νέου διοικητικού μοντέλου, που θα προσομοιάζει έναν πολυεθνικό επιχειρηματικό οργανισμό.
Πάντοτε φυσικά με τα υπέρ και τα κατά ενός τέτοιου μοντέλου εταιρικής διακυβέρνησης, αφού για παράδειγμα η ENIC που κατέχει την Τότεναμ έχει φέρει σε δύσκολη οικονομική θέση το κλαμπ, σε σημείο που πέρυσι καθυστέρησε να εξοφλήσει ληξιπρόθεσμα δάνεια, ενώ αγωνιστικά, η Τότεναμ είναι σαφώς κατώτερη των προσδοκιών.
Ούτε λόγος φυσικά για τα προβλήματα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ η οποία παρότι έχει ξοδέψει σχεδόν 1 δις στερλίνες για μεταγραφές, βλέπει την πλάτη των αντιπάλων της σε κάθε διοργάνωση, με τον πρώην CEO, Έντ Γουντγουορντ, ν' απομακρύνεται κακήν κακώς μετά την ατυχή επιλογή υποστήριξης του μοντέλου της ευρωπαϊκής Σούπερ Λιγκ.
Στις ποδοσφαιρικές επιχειρήσεις - σαν τέτοια πρέπει να λογίζεται η Τσέλσι αλλά και κάθε άλλη ομάδα της Πρέμιερ Λιγκ - έχει τεράστια σημασία η ποιότητα των διοικούντων καθώς και η μη ενασχόλησή τους με το καθαρά ποδοσφαιρικό σκέλος.
Ο Ντάνιελ Λέβι της Τότεναμ έχει ενεργό ρόλο στο ποδοσφαιρικό κομμάτι κάτι που μάλλον κάνει περισσότερο κακό απ' ότι καλό στο συγκεκριμένο κλαμπ. Σε αντίθεση, η διοικητική ηγέτιδα της Τσέλσι, η Ρωσο-Καναδή Μαρίνα Γκρανόφσκαγια μαζί με τον παλαίμαχο τερματοφύλακα και θρύλο της ομάδας Πετρ Τσεχ έχουν δημιουργήσει ένα επιτυχημένο διοικητικό δίδυμο και αν τελικά αποχωρήσουν μαζί με τον Αμπραμόβιτς θα έχουν θέσει το πετυχημένο παράδειγμα για την επόμενη διοικητική ηγεσία των «μπλε» του Λονδίνου.
Αυτό που τώρα έχει την μεγαλύτερη σημασία για τους φίλους της Τσέλσι, όσο δύσκολη κι αν είναι η κατάσταση που διαμορφώθηκε με τις κυρώσεις στον Αμπράμοβιτς, είναι η εύρεση νέων ιδιοκτητών που δεν θα είναι ‘’περαστικοί’’, αλλά θα συνεχίσουν να εργάζονται στην ίδια κατεύθυνση στην οποία βάδιζε ο Ρώσος.
Αυτή που δημιούργησε μια ομάδα που πρωταγωνίστησε τα τελευταία είκοσι χρόνια στην Αγγλία και στην Ευρώπη με την κατάκτηση πολυάριθμών τίτλων που καθιέρωσαν την Τσέλσι ανάμεσα στα κορυφαία ποδοσφαιρικά κλαμπ στον κόσμο.
Άκης Βαλαβάνης.