Η Λιντς επέστρεψε, αλλά πρέπει να ξοδέψει, και ίσως να αλλάξει και προπονητή, για να έχει ελπίδες!
Η επιστροφή της Λιντς Γιουνάιτεντ στην Premier League δεν έχει φέρει μόνο χαρά στους φανατικούς της οπαδούς, αλλά και έναν αέρα αισιοδοξίας που διαπνέει την ιστορική αυτή ομάδα. Γενικότερα, όλοι οι άνθρωποι που μας αρέσει το ποδόσφαιρο, χάρηκαν με αυτή την επιστροφή. Το «Έλαντ Ρόουντ» μετατράπηκε ξανά σε ένα «κάστρο», καθώς οι οπαδοί της Λιντς, με το πάθος και την αφοσίωσή τους, μετά την περσινή απογοήτευση που δεν πέτυχαν την άνοδο, είχαν φέτος από νωρίς καταλάβει πως επιστρέφουν. Τώρα, υπάρχει ένα αίσθημα αναγέννησης και προσμονής για τις προκλήσεις που έρχονται. Πώς, όμως, μπορεί να καταφέρει την παραμονή της και να μη γίνει… ασανσέρ, όπως η Σαουθάμπτον ή η Λέστερ; Γράφει ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος

Η ιστορία της Λιντς Γιουνάιτεντ είναι από τις πιο εμβληματικές στο αγγλικό ποδόσφαιρο, ειδικά κατά τη δεκαετία του ‘60 και του ΄70, όταν βρισκόταν υπό την καθοδήγηση του «θρυλικού» Ντον Ρέβι. Τότε, η ομάδα δεν ήταν απλώς μία από τις ομάδες της πρώτης κατηγορίας, αλλά μία από τις καλύτερες του κόσμου, κατακτώντας τρόπαια και προκαλώντας τον θαυμασμό των φιλάθλων παγκοσμίως.
Οι συνδυασμοί καλής ποδοσφαιρικής τέχνης, σφιχτής άμυνας και ποιότητας υπήρξαν τα χαρακτηριστικά που την έκαναν να ξεχωρίζει. Πρωταθλήτρια το 1969, και πάλι πρωταθλήτρια το 1974, με άλλες έξι περιπτώσεις να έχει τερματίσει δεύτερη ή τρίτη, έφτιαξαν έναν… μύθο. Μια ομάδα, που η φήμη της ενισχύθηκε από την κατάκτηση του FA Cup το 1972 και δύο Κυπέλλων Διεθνών Εκθέσεων το 1968 και το 1971, του σημερινού Europa League, αλλά που γιγάντωσε περισσότερο από τα τρόπαια που έχασε λόγω κάκιστης διαιτησίας!
Ο Χρήστος Μίχας, διαιτητής του τελικού του 1973 στο Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης, στο Καυτατζόγλειο Στάδιο της Θεσσαλονίκης, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του, προκειμένου η Λιντς να χάσει 1-0 από τη Μίλαν. Δύο χρόνια αργότερα, ενός άλλος διαιτητής, ο Κιταμπτζιάν, «έσφαξε» τα «παγώνια» στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, στο Παρίσι, απέναντι στην Μπάγερν, αφού δεν έδωσε ένα πεντακάθαρο πέναλτι πάνω στον Κλαρκ και ακύρωσε ένα γκολ του Λόριμερ, απόλυτα έγκυρο, για ανύπαρκτο οφσάιντ. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν 2-0 για τους Βαυαρούς και η Λιντς, που πρωταγωνίστησε από το 1964 έως το 1975 στην Αγγλία και την Ευρώπη, θα έμενε χωρίς ευρωπαϊκό στέμμα.
Η δεκαετία του ‘90 και τα πρώτα χρόνια των 2000 ήταν επίσης σημαντικά για τη Λιντς. Η ομάδα πέτυχε σημαντικές νίκες, έφτασε στα ημιτελικά του Κυπέλλου UEFA το 2000 και έκανε μεγάλες νίκες, φτάνοντας μέχρι τα ημιτελικά του Champions League το 2001, γεγονός που αποδεικνύει την ποιότητα και τηνδυναμική της. Εκείνη την περίοδο, η Λιντς συγκέντρωσε ποδοσφαιριστές υψηλού επιπέδου και, παρά τη δυσκολία του ανταγωνισμού, κατάφερε να διατηρήσει ένα επίπεδο. Ξόδεψε όμως περισσότερα χρήματα από αυτά που μπορούσε να αντέξει ο προϋπολογισμός της, αφού δεν έβγαινε κάθε χρόνο στο Champions League και το 2004 έπεσε.
Ωστόσο, παρά την «ιστορική» της κληρονομιά, η Λιντς υπήρξε και θύμα των περιστάσεων. Πάρα την άνοδο του 2020 ο υποβιβασμός της το 2023 υπήρξε ένα χτύπημα για την ομάδα και τους οπαδούς της. Η υποβάθμιση αυτή προκάλεσε ανησυχία και επανεξέταση των στρατηγικών αθλητικής ενίσχυσης και ανάπτυξης. Για να διασφαλίσει τη θέση της στη μεγάλη κατηγορία, η Λιντς θα πρέπει όχι μόνο να επενδύσει σε νέες μεταγραφές, αλλά και να βάλει τις βάσεις για μια πιο υγιή κατάσταση. Η περίπτωση της Νότιγχαμ Φόρεστ πρέπει να είναι ο οδηγός της.
Η ενίσχυση της ομάδας είναι απαραίτητη για την αποφυγή επανάληψης των λαθών του παρελθόντος. Αυτό συνεπάγεται μια στρατηγική προσέγγιση που θα περιλαμβάνει την απόκτηση ταλαντούχων παικτών, την αναβάθμιση των υλικοτεχνικών υποδομών και την καλλιέργεια ενός υγιούς κλίματος εντός και εκτός γηπέδου, που θα ενισχύσει τη συνοχή της ομάδας. Παράλληλα, η διοίκηση πρέπει να συνεχίσει το πλάνο για την προώθηση των νέων ταλέντων από τις ακαδημίες της ομάδας ωστόσο κάποιοι έμπειροι παικτες ως προσθήκες θα αποτελέσουν κρίσιμες επιλογές.
Η επιστροφή της Λιντς Γιουνάιτεντ είναι περισσότερο από μία απλή επανεμφάνιση στο προσκήνιο του ποδοσφαίρου. Είναι ένα κάλεσμα ενότητας για όλους τους υποστηρικτές και μια ευκαιρία για την ομάδα να αναβιώσει τον «θρύλο» της. Με σωστές κινήσεις και προγραμματισμό, μπορεί όχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να λάμψει ξανά, με τη βοήθεια της Red Bull σε πολλά πράγματα αλλά κυρίως με προσεκτική επιλογή σε παίκτες κλειδιά.
Και εδώ φτάνουμε στο κρίσιμο ερώτημα: μπορεί ο Φάρκε να είναι ο προπονητής που θα την οδηγήσει και τη νέα σεζόν. Και μαζί του να αποφύγει τουλάχιστον για την πρώτη χρονιά τον υποβιβασμό; Προσωπικά θεωρώ πως όχι και νομίζω το γρηγορότερο δυνατό που θα πάρει μέσα στο καλοκαίρι την απόφαση να φέρει έναν άλλο τεχνικό, που να μπορεί να διαχειριστεί και την δυσκολία των συνθηκών αλλά και να έχει ο ίδιος βλέψεις για κάτι περισσότερο, τότε οι πιθανότητες η Λιντς να παραμείνει στο τέλος της σεζόν στην κατηγορία θα είναι αρκετές.
Αν περιμένει να ξεκινήσει η σεζόν να δει πως θα πάει και τον Νοέμβριο ή τα Χριστούγεννα αποφασίσει τότε να κάνει αλλαγή προπονητή θα είναι αργά. Όπως η Μπόρνμουθ βρήκε τον Ιραόλα, όπως η Μπράιτον έφερε τον Χούρτσελερ ή η Κρίσταλ Πάλας βρήκε πέρσι τον Γκλάσνερ και η Γουλβς ρίσκαρε με τον Περέιρα και της βγήκε, έτσι και η Λιντς οφείλει να κινηθεί γρήγορα και να εξασφαλίσει έναν τεχνικό που θα μπορεί να πάει την ομάδα σε επόμενο επίπεδο.