Πολλά τα λεφτά, τα χρόνια, τα ζητήματα και τα μέτωπα

Ο Λουίς Φαν Χάαλ, πριν  ακόμα καθίσει στον πάγκο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, έχει τα δικά του ρεκόρ. Είναι ο πρώτος μάνατζερ στην ιστορία της ομάδας που δεν είναι Βρετανός ή έστω Ιρλανδός (στα αλήθεια πολύ ισχυρή η παράδοση που έσπασε, τη στιγμή που ακόμα και άλλες «παραδοσιακές» ομάδες, όπως η Εβερτον, είχαν ήδη αναζητήσει τεχνικό εκτός συνόρων) ενώ είναι ο γηραιότερος προπονητής στην ιστορία της ομάδας που ξεκινά μια νέα καριέρα στον πάγκο της. Γράφει ο Γιάννης Μπίλιος

Πολλά τα λεφτά, τα χρόνια, τα ζητήματα και τα μέτωπα
Στη μεταπολεμική ιστορία του συλλόγου, δεν είχε προσληφθεί ποτέ κανένας άνω των πενήντα.
 
Ο Ολλανδός, όμως, καλείται στα 63 του να οδηγήσει ένα ακόμα από τα μεγάλα «καράβια» του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, όπως έκανε σε Αγιαξ, Μπάρτσα, Μπάγερν, Αλκμααρ και Εθνική Ολλανδίας. Δεν θυμάμαι, όμως, κάποιον προπονητή που ξεκίνησε δουλειά σε τέτοιο επίπεδο και σε τέτοια ηλικία και πρόλαβε να δημιουργήσει κάτι αληθινά σπουδαίο.
 
Θα εξαιρούσα τον Γιουπ Χάινκες που οδήγησε την Μπάγερν σε δύο τελικούς Τσάμπιονς Λιγκ, όμως κι αυτός βρέθηκε σε γνωστά λημέρια, μέσα στη χώρα του και παρέλαβε μια ομάδα «στρωμένη» που δεν χρειάστηκε να ανοικοδομήσει ο ίδιος. Και βέβαια, δεν συγκαταλέγω σε αυτή την κατηγορία τον Φέργκιουσον που δούλευε μέχρι τα 72 του στο υψηλότερο επίπεδο, αλλά μέσα σε συνθήκες που ο ίδιος είχε διαμορφώσει επί δυόμιση δεκαετίες.
 
Καμία ηλικία δεν εξασφαλίζει την επιτυχία και καμία δεν προεξοφλεί την αποτυχία, αλλά όταν περπατάς ήδη στην έβδομη δεκαετία της ζωής σου, είναι πρακτικά δύσκολο να ανταποκριθείς στις (συχνά… απάνθρωπες) απαιτήσεις μιας ομάδας από αυτές που παίζουν μπροστά σε 75 χιλιάδες θεατές και εκατομμύρια τηλεθεατές, με παίκτες παγκοσμίου κλάσεως που συχνά αμείβονται καλύτερα από σένα και με ένα… τσούρμο χορηγούς που περιμένουν από σένα να «πιάσεις» στόχους για να συνεχίσουν να σε πληρώνουν.
 
Επιπλέον, ο Φαν Χάαλ δεν μπαίνει στα αποδυτήρια μιας ομάδας που πάει με κεκτημένη ταχύτητα. Ναι, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ήταν πρωταθλήτρια Αγγλίας πέρσι τέτοιες μέρες, όμως από Μάη σε Μάη θαρρεί κανείς ότι δεν πέρασε ένας χρόνος αλλά…ένας αιώνας. Ο Ολλανδός καλείται να χτίσει σχεδόν από το μηδέν και να κάνει επιλογές, από τις οποίες θα κριθεί εν πολλοίς το αν η Γιουνάιτεντ θα ξαναγίνει ομάδα κορυφής και θα αρχίσει και πάλι να μοιάζει με αυτοκρατορία.
 
Αυτές οι επιλογές, λοιπόν, πρέπει να είναι σοφές. Απόλυτα εύστοχες. Χειρουργικής ακριβείας. Από αυτό το μπάτζετ των 150-200 εκατομμυρίων ευρώ που θρυλείται ότι θα έχει στα χέρια του (άλλο ένα ρεκόρ, αφού ούτε ο Φέργκιουσον δεν είχε πάρει ποτέ τέτοια… προίκα για ένα μόνο καλοκαίρι) και από τον τρόπο που θα το χειριστεί, εξαρτάται το αν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ θα επιστρέψει ή αν θα χάσει το δρόμο για χρόνια.
 
Αυτό που έπαθε πριν από δύο δεκαετίες η Λίβερπουλ, όταν ο Γκρέιαμ Σούνες έφυγε από τη Λίβερπουλ και άφησε πίσω του μια ομάδα εντελώς ξεστρατισμένη, απειλεί τώρα και τη Γιουνάιτεντ! Το «λάθος» Μόιες αποτελεί παρελθόν και αποδείχθηκε τόσο μεγάλο, ώστε να εκτροχιάσει σοβαρά την πορεία της ομάδας. Διορθώθηκε σχεδόν αμέσως, αλλά έχει απωλεσθεί πια η πολυτέλεια του δεύτερου λάθους. Γι’ αυτό και ο Φαν Χάαλ βρέθηκε, σε αυτή την πρώτη του επαφή με το τόσο ιδιαίτερο περιβάλλον του αγγλικού ποδοσφαίρου, στην πολύ λεπτή θέση να πρέπει να τα κάνει όλα τέλεια.
 
Και δεν είναι μόνο το πελώριο μπάτζετ που θα πρέπει να επενδυθεί σωστά, αλλά και άλλες κομβικές αποφάσεις που θα πρέπει να ληφθούν. Η απόφαση του Λουίς Φαν Χάαλ να κρατήσει δίπλα του τον Ράιαν Γκιγκς μοιάζει αρχικά σωστή, αφού χρειαζόταν έναν άνθρωπο να τον συνδέει με το παρελθόν της ομάδας και ο Ουαλός ήταν ο καταλληλότερος, όμως καμιά φορά είναι «παγίδα» να κρατάς δίπλα σου στη νέα σου ομάδα έναν άνθρωπο με πολύ πιο ισχυρές ρίζες από σένα μέσα σε αυτή. Επειδή μιλάμε, όμως, για μια ομάδα που αναμένει πολλές νέες αφίξεις (όλες επιλογές του Ολλανδού) και αντίστοιχα πολλές αναχωρήσεις, πρέπει να θεωρούμε βέβαιο ότι τα «νέα» αποδυτήρια του Ολντ Τράφορντ θα είναι σχεδόν το ίδιο οικεία στον Φαν Χάαλ όσο και στον  Γκιγκς.
 
Υπάρχουν, βέβαια, και άλλα θέματα. Το πιο βασικό, είναι ο χειρισμός του διδύμου Φαν Πέρσι – ΡούνεΪ. Ο Αγγλος που αναγκάστηκε να γίνει επιθετικός μέσος για να μένει ο Ολλανδός μέσα στην περιοχή, ίσως συνειδητοποιήσει πια ότι πρέπει να ξεχάσει οριστικά το «κουτί». Κι αν ο νέος τεχνικός οραματιστεί κανένα σχήμα με 4-3-3 (που τόσο αγαπούν παραδοσιακά οι Ολλανδοί) ο 29χρονος σούπερ σταρ δε θα χωράει πουθενά. Επιπλέον, η πρόθεση του Φαν Χάαλ να χρίσει αρχηγό τον συμπατριώτη του, ενδέχεται να λειτουργήσει ως το φυτίλι που θα τινάξει στον αέρα τις ισορροπίες.
Ο εκρηκτικός και συγκρουσιακός χαρακτήρας του Ολλανδού, είναι επίσης ένα αγκάθι. Μια φορά πριν είκοσι χρόνια είδα προπόνηση του Αγιαξ από την εξέδρα της Νέας Φιλαδέλφειας και με… πόνεσε το κεφάλι μου από τις φωνές του. Λίγο πριν, στη συνέντευξη τύπου, είχα δει έναν άνθρωπο επιθετικό και ειρωνικό που μόνο συμπαθής δεν γινόταν στον συνομιλητή. Κι αν εγώ που τον παρακολούθησα μόνο μια μέρα από κοντά αποκόμισα κακή εντύπωση, φαντάζομαι πόσο πιο πολλά και πιο σοβαρά δείγματα έχουν κάποιοι άλλοι.
 
Το να σου φωνάζει ο Φέργκιουσον που σε έχει «μεγαλώσει» και σε έχει φτιάξει, το ανέχεσαι ακόμα κι αν σε λένε Γκιγκς ή Φέρντιναντ. Αλλά το να σε προσβάλει ή έστω να σε παρατηρήσει ο «χθεσινός» Φαν Χάαλ, είναι δύσκολο να το «καταπιείς», ακόμα και αν λέγεσαι Ραφαέλ ή Βαλένσια και έχεις δύο ή τρία μετάλλια πρωταθλητή Πρέμιερ Λιγκ.
 
Πολλά τα θέματα λοιπόν. Πολλά τα λεφτά που θα ξοδευτούν (και που δεν πρόκειται να δαπανηθούν τόσο μαζικά στο άμεσο μέλλον, σε περίπτωση που η επένδυση δεν αποδώσει) πολλά τα χρόνια του… γέρου σκύλου για να του μάθεις νέα κόλπα, πολλά τα μέτωπα που μπορεί να ανοίξουν ανάμεσα σε νέα και παλιά «στρατόπεδα». Αλλά και πολλά τα εμπόδια που θα πρέπει να προσπεράσει η  Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, συναγωνιζόμενη όχι έναν ή δύο σοβαρούς αντιπάλους όπως τα περασμένα χρόνια, αλλά τουλάχιστον αυτές τις έξι ομάδες που φέτος τερμάτισαν πάνω από αυτήν. Οι πολλοί θεωρούν βέβαιο ότι οι «κόκκινοι διάβολοι» έκαναν… μια στάση εδώ και ότι θα επιστρέψουν με συνοπτικές διαδικασίες στη γνωστή τους θέση, όμως όλα αυτά ήταν αυτονόητα μόνο επί Φέργκιουσον.
 
Τώρα πια, τίποτα δεν είναι δεδομένο…