Η φανέλα και το βάρος της

Δεν είναι λίγες φορές, απεναντίας θα λέγαμε είναι υπεραρκετές, όπου η φράση-κλισέ «μέτρησε το βάρος της φανέλας», βγαίνει από το στόμα ενός χαρούμενου οπαδού ή κάποιου δημοσιογράφου κατά την μετάδοση ενός αγώνα, η εν πάση περιπτώσει όποιου επιθυμεί να σχολιάσει ένα αποτέλεσμα ενός ποδοσφαιρικού αγώνα.

Η φανέλα και το βάρος της

 Η φράση αυτή χρησιμοποιείται στις περισσότερες των περιπτώσεων ως μία έντεχνη κριτική, η οποία αποσκοπεί να περιγράψει μία πάγια κατάσταση: Μία φημισμένη και μεγάλη σε εμπορικό μέγεθος ομάδα, η οποία δεν βρίσκεται σε καλή αγωνιστική κατάσταση καταφέρνει να κάμψει την αντίσταση της αντιπάλου. Τότε και μόνο τότε, όλοι μας θυμόμαστε το «βάρος της φανέλας». Είναι λοιπόν απορίας άξιο, τι είναι τελικά αυτό το «ειδικό βάρος» που έχει μία φανέλα σε σχέση με μία άλλη;

Το πρώτο και κυρίαρχο στοιχείο που προκαλεί δέος στον αντίπαλο που αντιμετωπίζει μία τέτοια φανέλα, είναι φυσικά οι ιστορικές διαδρομές της ομάδας. Και λέγοντας ιστορικές διαδρομές, εννοούμε δύο πράγματα κυρίως: την κατάκτηση τίτλων και το πολυπληθές κοινό. Ομάδες που μέσα στο διηνεκές του χρόνου έχουν κατορθώσει να τρέφουν στρατούς φιλάθλων που τις ακολουθούν παντού, αλλά έχουν κατακτήσει παράλληλα και τίτλους, φέρονται να έχουν σαφώς φανέλα με μεγαλύτερο βάρος από ομάδες με λιγότερους οπαδούς και καθόλου τίτλους. Ακόμα και μεταξύ μεγάλων ομάδων το βάρος της φανέλας φαντάζει δυσανάλογο. Η φανέλα της Τότεναμ είναι πιο βαριά από τη φανέλα της Φούλαμ, αλλά είναι πολύ ελαφρύτερη από τη φανέλα της Άρσεναλ. Υπάρχουν βεβαίως και περιπτώσεις όπου οι φανέλες φέρονται ως ισοβαρείς. Καμία ζυγαριά του κόσμου δε θα έγερνε προς καμία πλευρά, αν στα ζύγια υπήρχαν οι φανέλες της Γιουβέντους και της Μίλαν. Η ιστορικότητα, οι τίτλοι, το πλήθος των φιλάθλων, η οικονομική ευρωστία, μεταφράζονται σε μία κοινή έννοια, την έννοια του βάρους. Το ζήτημα όμως δεν είναι η ίδια καθεαυτή η ύπαρξη της έννοιας, αλλά ο ρόλος της στα 90 λεπτά που διαρκεί ένα ματς.

Και με πρακτική ισχύ, το βάρος δεν έχει κανένα νόημα, αν δε συνοδεύεται με καλούς παίχτες και καλή ομάδα, αν το τώρα δεν μπορεί να στηρίξει το κάποτε. Το παρελθόν δεν σκοράρει, η φανέλα δε μπορεί να κρύψει διοικητικές και αγωνιστικές αδυναμίες. Η φανέλα δίνει ψυχολογική ώθηση, δίνει και ίσως κάποια παραπάνω υπέρ σφυρίγματα, αλλά ως εκεί. Από εκεί και έπειτα μιλούν οι αξίες. Και η αξία υπερνικά το βάρος της φανέλας. Η Λιντς με την βαρύτατη φανέλα, βολοδέρνει δέκα χρόνια τώρα, ανήμπορη να επιστρέψει στα παλιά μεγαλεία. Πού είναι η Νότιγχαμ, πού είναι το Αμβούργο, πού είναι ο Άγιαξ;

Οι σκέψεις αυτές με κατέκλυσαν την ώρα του ντέρμπι του Μάντσεστερ. Το βάρος της φανέλας είναι μία έννοια υπαρκτή, αλλά κυρίως αυτό που πιστεύω είναι ότι είναι και μία έννοια δυναμική, όχι στατική. Η Σίτι της τελευταίας πενταετίας, με το τεράστιο μπάτζετ, με τους τίτλους, με τους μεγάλους παίχτες, όχι απλά δεν φοβάται την βαριά φανέλα της συμπολίτισσας αλλά δείχνει να την κοιτά σαν ίσος προς ίσο, αδειάζοντας τον κουβά των αναμνήσεων από τη χαώδη διαφορά του παρελθόντος. Με Τουρέ και Αγκουέρο, γιατί να φοβηθείς ιστορίες για αγρίους και βάρη φανέλας; Η ιστορία αλλάζει, εξελίσσεται, μεταλλάσσεται. Ή ανεβαίνεις στο τρένο, ή μένεις πίσω να κοιτάς με μάτια γεμάτα λησμονιά και νοσταλγία, τις δόξες και τις χαρές του παρελθόντος να χάνονται σαν μικροσκοπικοί κόκκοι άμμου στο πέρας του χρόνου.

Δεν υπάρχει πια η μεγάλη και η μικρή ομάδα του Μάντσεστερ. Υπάρχει η ισχυρότατη Σίτι, και η Γιουνάιτεντ, που προσπαθεί να ορθοποδήσει. Εκεί που τα βάρος της φανέλας τελειώνει, αρχίζει αγωνιστική φιλοσοφία, η αγωνιστική αξία, το σύστημα, η δίψα και η φιλοδοξία. Και να που ξεπροβάλλει και το μεγάλο μειονέκτημα του βάρους: Όταν προσπαθείς να σηκωθείς ενώ έχεις πέσει κάτω, το βάρος αυτό σε καταπλακώνει και απαιτεί από εσένα διπλή προσπάθεια. Όποιος είδε το ντέρμπι, θα χρησιμοποιεί πλέον ένα κλισέ λιγότερο.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΛΑΜΑΝΙΩΤΗΣ