Το δειλινό που έδυσε ο μύθος της ανωτερότητας!

Υπάρχουν στιγμές που η ποδοσφαιρική ιστορία γράφεται με αυτόπτες μάρτυρες και χωρίς να μπορεί κάποιος να την αμφισβητήσει!

Το δειλινό που έδυσε ο μύθος της ανωτερότητας!

Πριν απο 61 χρονια το απομεσήμερο της 25ης Νοεμβρίου του 1953 η χώρα που είχε κωδικοποιήσει το άθλημα, η Αγγλία και που παρέμενε  αήττητη στην έδρα της από το 1871, κόντρα σε μη βρετανική ομάδα, θα έπαιρνε ενα σκληρό μήνυμα! 

 

Οταν πια θα ερχόταν το δειλινό μαζί με τον ήλιο στην βρετανική πρωτεύουσα θα έδυε και ο μύθος της ανωτερότητας που ακολουθούσε τη Γηραιά Αλβιόνα. 

 

Η Ουγγαρία με τον Φέρεντς Πούσκας  ασταμάτητο θα διέλυε με  6-3 μέσα στο Γουέμπλεϊ την Αγγλία και αυτό που θα έκανε όλο τον κόσμο να μείνει άφωνος δεν θα ήταν μόνο το σκορ αλλά ο τρόπος με τον οποίο το κατάφερε. Σε επίπεδο τακτικής και τεχνικής η Αγγλία του Στάνλεϊ Μάθιους και του Σταν Μορτενσεν υπερνικήθηκε από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό. Για τους Ούγγρους, αυτή η νίκη είχε έρθει ως συνέχεια ενός αήττητου σερί που άρχισε  το 1949 και  τελείωσε  στον τελικό της Βέρνης το 1954 απέναντι στους Δυτικογερμανούς για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ηταν το απόγευμα για το οποίο έμεινε αιώνια στις μνήμες γιατί το ποδόσφαιρο ως παιχνίδι έμπαινε σε άλλη διάσταση! Και αυτή η ομάδα παρότι δεν έμελλε να πάρει το στέμμα που της άξιζε σε ένα Μουντιάλ θα είναι πάντα σημείο αναφοράς. 

 

Η Ουγγαρία, μία χώρα που λειτουργούσε κομμουνιστικά μεν, επαναστατικά δε,  είχε κατορθώσει ένα τρομακτικό χτύπημα στον συντηρητισμό όπως έγραφε ο Μπράιαν Γκλάνβιλ και έφερνε στο προσκήνιο  το πιο σύγχρονο και μοντέρνο ποδόσφαιρο που είχε δει  στον 20ο αιώνα ο πλανήτης, επηρεάζοντας τις εξελίξεις και αυτούς που ακολούθησαν. 

 

Οι Μαγυάροι χρωστάνε σε τρεις ριζοσπαστικούς προπονητές, τον Μάρτον Μπούκοβι, τον Μπέλα Γκούτμαν και τον Γκουστάβ Σέμπες την δημιουργία αυτής της εκπληκτικής ομάδας. Οι δύο πρώτοι δούλεψαν και στην Ελλάδα, ο Μπούκοβι στον Ολυμπιακό οδηγώντας τον σε δύο πρωταθληματα το '66 και το '67 και ο Γκούτμαν για λίγους μήνες το 1967 (ανεπιτυχώς)  στον ΠΑΟ, παρότι στην καριέρα του  κατέκτησε τίτλους σε πέντε διαφορετικές χώρες και υπήρξε ο δημιουργός της μεγάλης Μπενφίκα των θριάμβων στο Κύπελλο Πρωταθλητριών τo 1961 και to 1962.

 

Ο Σέμπες πάντως ήταν αυτός που οδήγησε την Ουγγαρία στην δόξα του Γουέμπλεϊ χρησιμοποιώντας τον νεωτερισμό στην τακτική που ο  Μπούκοβι  επινόησε ως προπονητής της ΜΤΚ της Βουδαπέστης, μετατρέποντας το παραδοσιακό WM. Επανέφερε  τους πλάγιους στα άκρα της επίθεσης, τράβηξε τον σέντερ φορ στο κέντρο, έβαλε  επιπλέον  κάλυψη γυρίζοντας πίσω έναν  από τους αμυντικούς μέσους και δημιούργησε το πολύ αποτελεσματικό 4-2-4. 

Από την άλλη πλευρά η Αγγλία με τεχνικό τον  Γουόλτερ Γουίντερμπότομ, περιορίστηκε στο κλασσικό WM που είχαν συνηθίσει  οι παίκτες του. Η υπεροψία και η επιμονή στο να αγνοούν στο νησί πως ο κόσμος προχωρούσε ποδοσφαιρικά χωρις αυτούς τους έστειλε εκείνη τη μερα ως πρόβατα επι σφαγή απέναντι την ομάδα που έφερνε οτι πιο καινούργιο υπηρχε! 

 

Η μετάβαση των Ουγγρων δεν έγινε  αεροπορικώς, με απόφαση του Σέμπες αλλά  με  το τρένο. Η  νευρικότητα παρά την πολυήμερη παραμονή σε Παρίσι πρώτα και μετά στο Λονδίνο ήταν εμφανής στους Μαγυάρους! Πριν βγουν στο γήπεδο, ο Αγγλος αρχηγός Μπίλι Ράιτ  βλέποντας τον Πούσκας που δεν ήταν ποτέ ο πιο αθλητικός τύπος όπως και τα  τα παλιά παπούτσια που φορούσαν οι Ούγγροι φημολογείται πως είπε στους συμπαίκτες του «θα γελάσουμε σήμερα». 

Με το πρώτο άγγιγμα της μπάλας όμως άλλαξαν όλα. Μέσα σε ένα λεπτό η  Ουγγαρία πήρε το προβάδισμα, με τον Κόκτσις να κοντρολάρει τη πάσα του Λόραντ  τη στιγμή που ο Μπόζικ έκανε κίνηση. Όταν την υποδέχτηκε  έστρωσε στον Χιντεγκούτι την μπάλα και αυτός  σκόραρε από τη γραμμή της μεγάλης περιοχής με σουτ κεραυνό! Αργότερα  πρόσθεσε ακόμη  ένα τέρμα στο ενεργητικό του, πριν ο Πούσκας κάνει τη κίνηση που θα του χάριζε την αθανασία. Ο Τσίμπορ τον είχε βρει πάνω στη γραμμή της μικρής περιοχής και καθώς αυτός κοντρόλαρε τη μπάλα ο Μπίλι Ράιτ έκανε το τάκλιν. Ο  Πούσκας πάτησε τη μπάλα προς τα πίσω και με μια κίνηση την έστειλε στα δίχτυα αφήνοντας τον Αγγλο  με την απορία του  τι είχε συμβεί! 

 

Ο Πούσκας  δούλεψε στη χώρα μας οδηγώντας τον Παναθηναικό στην κορυφαία στιγμή του, τον τελικό του Κυπέλλου Ευρώπης εναντίον του Αγιαξ το 1971. Ως προπονητής μπορεί να μην διακρίθηκε ιδιαίτερα αλλά ως παίκτης ξεχώριζε! Οι αγγλικές  εφημερίδες το  επόμενο πρωί έγραψαν εγκώμια και του έδωσαν το προσωνύμιο  ο «καλπάζων συνταγματάρχης».  «Εάν ένας καλός παίκτης έχει τη μπάλα πρέπει να έχει την όραση ώστε να εντοπίζει τουλάχιστον τρεις επιλογές. Ο Πούσκας πάντα εβρισκε τουλάχιστον πεντε» έλεγε για αυτόν ο συμπαίκτης του Λάντο Μπουζάνσκι! 

 

Το τελικό σκορ 3-6 δεν άφηνε καμία αμφιβολία για την ανωτερότητα της Ουγγαρίας. Πάνω από 150.000 οπαδοί συγκεντρώθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βουδαπέστης, για να αποθεώσουν την ομάδα όταν επέστρεψε. Οταν αντιμετώπισαν την Αγγλία ξανά τον Μάιο του 1954 υπολογίζεται ότι περίπου τρία εκατομμύρια άνθρωποι ζήτησαν εισιτήρια. Επισήμως, 105.000 θεατές είδαν το ματς που οι Αγγλοι ζήτησαν ως  ρεβάνς  στο «Νεπστάντιον».

 

Σίγουρα  περισσότεροι  στριμώχτηκαν στις κερκίδες. Υπάρχουν ιστορίες ότι οπαδοί μέσα από το γήπεδο χρησιμοποιούσαν ...ταχυδρομικά περιστέρια για να στείλουν τα εισιτήριά τους σε φίλους που περίμεναν απ' έξω. Και αυτό που έγινε επτά μήνες μετά  ήταν περισσότερο σημαντικό γιατί απέδειξε ότι αυτό που συνέβη στο Γουέμπλεϊ δεν ήταν περιστασιακό. Οι Ούγγροι νίκησαν ξανά 7-1 και ο αγγλικός μύθος έμπαινε οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Και εκείνες τις γκρίζες  μέρες στο ανατολικό μπλοκ  το ποδόσφαιρο ήταν αυτό που ένωνε τους ανθρώπους. 

 

Πόσο καταλυτικά ήταν για όλο τον κόσμο εκείνα τα ματς το καταλαβαίνει κανείς αν ακούσει τι θυμήθηκε ο Μπουζάνσκι από μία επίσκεψη χρόνια αργότερα μερικών Ούγγρων στο  Τορόντο, προσκεκλημένων σε εκδήλωση από έναν Άγγλο εκατομμυριούχο. «Μετά τις συστάσεις, μας είπε ότι ήταν περήφανος που βρισκόταν στον αγωνιστικό χώρο στις 25 Νοεμβρίου του 1953. Δείξαμε μπερδεμένοι και μας εξήγησε ότι ήταν ένα από τα παιδιά για τις μπάλες. Και τόνισε πως ήταν τιμή του  που ήταν παρών στο παιχνίδι που γράφτηκε πραγματική ιστορία».