Ο αρχηγός μου, ο ηγέτης μου!
Συμπληρώνονται σήμερα 22 χρόνια από το «φευγιό» του Μπόμπι Μουρ για τη γειτονιά των αγγέλων και το england365.gr θυμάται ένα σπουδαίο ποδοσφαιριστή και ένα μοναδικό τζέντλεμαν των γηπέδων.
«Αυτό που, κατά τη γνώμη μου συνέβη, είναι πως ο θεός έχει οργανώσει έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στον Παράδεισο και διέταξε τον Άγιο Πέτρο να του φέρει τον καλύτερο αρχηγό» θα πει εκφωνώντας τον επικήδειο για τον «Μπόμπι» στο Αβαείο του Γουεστμίνιστερ ο κωμικός Τζίμι Τάρμπακ. Ίσως αυτή να ήταν η μόνη λογική εξήγηση για το γρήγορο «φευγιό» του σπουδαίου Άγγλου ποδοσφαιριστή που έφυγε στις 24 εκείνου του Φλεβάρη του 1993, χτυπημένος από την επάρατη νόσο σε ηλικία μόλις 51 ετών, αφήνοντας ένα σημαντικό κενό στην ιστορία του αγγλικού πρωταθλήματος.
Ο Μπόμπι Μουρ παραμένει στις συνειδήσεις ως ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές που έβγαλε ποτέ το «νησί» και ο καλύτερος κατά πολλούς Άγγλος κεντρικός αμυντικός σε ολάκερη την ποδοσφαιρική ιστορία, κάτι που σφράγισαν δια των λόγων τους μεγέθη όπως ο Πελέ που του είχε χαρίσει το παρατσούκλι του «καθαρού» αμυντικού ή ο Μπεκενμπάουερ που τον έχει χαρακτηρίσει ως το μοναδικό πρότυπο του στο ποδόσφαιρο.
«Ο αρχηγός μου, ο ηγέτης μου, το δεξί μου χέρι. Ήταν το πνεύμα και ο παλμός της ομάδας» είχε πει περιγράφοντας τον θρίαμβο του 1966 προπονητής του στα «λιοντάρια» Σερ Άλφ Ράμσεϊ, όταν ο Μπόμπι σήκωνε πρώτος στον αγγλικό ουρανό το μοναδικό μέχρι και σήμερα παγκόσμιο κύπελλο για τους Άγγλους.
Γεννημένος αρχηγός
Μάλλον ο Μουρ είναι μια από τις πιο αδικημένες ιστορικά περσόνες στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου σε συλλογικό επίπεδο αφού στα 16 χρόνια που φόρεσε τη φανέλα της «ταπεινής» Γουέστ Χαμ, όντας Λονδρέζος γέννημα θρέμμα, κατάφερε να σηκώσει μόνο ένα Κύπελλο Αγγλίας αυτό του 1964 και ένα Κύπελλο Κυπελλούχων την επόμενη χρονιά. Αυτές ήταν και οι μοναδικές κατακτήσεις του σε συλλογικό επίπεδο, μιας και δεν πανηγύρισε ποτέ στην σπουδαία καριέρα του το πρωτάθλημα.
Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να μπει με δόξα και τιμή στο Hall of Fame του παγκοσμίου ποδοσφαίρου για όσα προσέφερε στο έθνος των περήφανων Άγγλων με την εθνική ομάδα.
Στα 22 του έγινε ο νεότερος αρχηγός στην ιστορία των «λιονταριών» τη φανέλα των οποίων φόρεσε 108 φορές από τις οποίες 90 φορούσε στο μπράτσο του το περιβραχιόνιο, όντας φύση και θέση ο ηγέτης αυτής της ομάδας μέχρι και το 1973.
Στο ναό του αγγλικού ποδοσφαίρου, το Γουέμπλεϊ, το 1966, θα γράψει μαζί με την παρέα του το μοναδικό ποδοσφαιρικό έπος για τους Άγγλους , το οποίο παραμένει «στοιχειωμένο» ως σήμερα, στον πιο πολυσυζητημένο τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου, απέναντι στη Δυτική Γερμανία.
Ήταν τότε που πήρε από τα χέρια της νεαρής βασίλισσας Ελισάβετ το «Ζιλ Ριμέ», με την κάμερα να τον «συλλαμβάνει» την ώρα που σκούπιζε από σεβασμό στη στιγμή και προφανώς την ιστορία, τα λασπωμένα χέρια του, για να αγγίξει το «Άγιο Δισκοπότηρο».
Τάκλιν στο ρατσισμό
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 στο Μεξικό θα αποτυπωθεί στο φακό ακόμα μια σπουδαία εικόνα που φανέρωνε το ήθος ενός πραγματικού κυρίου των γηπέδων.
Ο αρχηγός της Αγγλίας στην οποία δεν αγωνίζονταν μαύροι ποδοσφαιριστές, αλλάζει φανέλα με το «μαύρο διαμάντι», τον Πελέ μετά το τέλος της αναμέτρησης μεταξύ της Αγγλίας και της Βραζιλίας στο παιχνίδι που ο Γκόρντον Μπανκς έκανε απέναντι στον Πελέ την καλύτερη απόκρουση του αιώνα και ο «Μούρο» θα κατοχυρώσει απέναντι στον Ζαρζίνιο την πατέντα για το «τέλειο τάκλιν».
Η αλλαγή της φανέλας και ο εναγκαλισμός ενός μαύρου και ενός λευκού αποτέλεσε μια κίνηση στην οποία μέσα στο γήπεδο σπάνε όλα τα ρατσιστικά ταμπού της εποχής, με τον σεβασμό και την ευγενή άμιλλα να τονίζονται σε υπερθετικό βαθμό.
Λίγα χρόνια αργότερα ο Πελέ θα δηλώσει πως η φανέλα του Μπόμπι Μουρ αποτελεί για τον ίδιο ένα από τα πιο σημαντικά ποδοσφαιρικά κειμήλια.
Εκείνοι που τον πλήγωσαν
Παρόλο που ο Μουρ έτυχε καθολικής αναγνώρισης για τα επιτεύγματα του και έφτασε να γίνει ακόμα και άγαλμα κοσμώντας το Γουέμπλεϊ, δεν ήταν λίγες οι φορές που οι καταστάσεις και οι άνθρωποι στάθηκαν απέναντι του, αγνοώντας το μέγεθος και το εκτόπισμα του.
Μια αναπόδεικτη κατηγορία για την κλοπή ενός βραχιολιού στην Κολομβία για την οποία συνελήφθη και αφέθηκε ελεύθερος, φαίνεται πως αποτελεί αιτία του γεγονότος πως δεν πήρε ποτέ έναν τίτλο που του άξιζε, αυτόν του «Σερ».
Επίσης παρόλο που ήταν ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής στην Αγγλία την περίοδο που αγωνιζόταν, οι απολαβές του ήταν συγκριτικά μικρότερες σε σχέση με παίχτες μικρότερου βεληνεκούς. Έτσι συνέχισε να αγωνίζεται σε μεγάλη ηλικία, με τη Φούλαμ, ομάδα της β’ Κατηγορίας να του προσφέρει το 1974 ικανοποιητικά χρήματα, εντάσσοντας τον στο δυναμικό της για τρία χρόνια.
Όμως η μεγαλύτερη στιγμή «προδοσίας» ήρθε από τον ίδιο το σύλλογο της καρδιάς του, τη Γουέστ Χαμ. Ο Χάρι Ρέντναπ στην αυτοβιογραφία του καταγράφει ένα περιστατικό που ο Μουρ εκδιώχθηκε από τις μισοάδειες εξέδρες του «Άπτον Παρκ» επειδή δεν είχε εισιτήριο(!), με τον βετεράνο άσσο να φεύγει απογοητευμένος και προδομένος από το γήπεδο στο οποίο μεσουράνησε.
Ο Μπόμπι Μουρ έμεινε στις συνειδήσεις ως κάτι παραπάνω από έναν απλό ποδοσφαιριστή. Ήταν ο ποδοσφαιριστής που έρχεται με μιας στο μυαλό όταν σκεφτεί κανείς τις λέξεις δικαιοσύνη, ήθος ανθρωπιά και αξιοπρέπεια. Ήταν και θα είναι ένα ποδοσφαιρικό σύμβολο από εκείνα που δεν ξεθωριάζουν.
Γιώργος Σπανομανώλης