Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ: μας τελείωσε;
Η κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ από τη Γιουνάιτεντ στη Μόσχα ήταν η κορύφωση της πορείας που ξεκίνησε ο σερ Αλεξ Φέργκιουσον με τους «κόκκινους διαβόλους» το 1986. Πρόκειται για μια πορεία που ήταν πλούσια σε τίτλους, συγκινήσεις και ποδοσφαιρική καταξίωση.
Εχει γίνει κάτι παραπάνω από φανερό πως η ομάδα έχει μπει σε ένα σκοτεινό τούνελ, το οποίο μπορεί να είναι απρόσμενα βαθύ και να έχει είσοδο, αλλά όχι έξοδο. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος βαθύς γνώστης της ποδοσφαιρικής τακτικής και της ιστορίας του συλλόγου για να δει ότι η ομάδα έχει γεράσει, παρά το πέρασμα στο ρόστερ και την ενδεκάδα κάποιων νεαρών ποδοσφαιριστών. Αυτοί οι νεαροί δεν είναι ανάλογης ποιότητας με τη φουρνιά του 1992, της οποίας τρία στελέχη, ο Γκιγκς, ο Σκόουλς και ο Νέβιλ, εξακολουθούν να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η πρακτική του Φέργκιουσον όλα τα χρόνια που βρίσκεται στον σύλλογο ήταν να δίνει βάρος στην ανάδειξη ποδοσφαιριστών από τις ακαδημίες, να οργανώνει ένα πολύ καλό δίκτυο σκάουτινγκ και βασισμένος στην οικονομική δύναμη του συλλόγου, να κάνει από μία έως τρεις πολύ καλές μεταγραφές κάθε χρόνο. Οι περισσότερες από τις επιλογές του βγήκαν, αλλά ήταν πολύ λογικό να υπάρξουν και τρανταχτές αποτυχίες, όπως εκείνες του Βερόν, του Κλέμπερσον ή του Χάιντσε. Επιλογές ακριβές, αλλά πολύ ουσιαστικές, όπως ο Καντονά, ο Φέρντιναντ ή ο Ρούνεϊ. Επιλογές άγνωστων αλλά εξελίξιμων, όπως ήταν οι Βίντιτς και Κριστιάνο Ρονάλντο. Οταν ο Φέργκιουσον εμπιστεύτηκε τις εκτιμήσεις του τμήματος σκάουτινγκ και έφερε τον Βίντιτς από τη Μόσχα, κανείς δεν έδινε στον Σέρβο περισσότερη από μία σεζόν στο «Ολντ Τράφορντ».
Ο Φέργκιουσον πολύ συχνά ρίσκαρε, στηρίζοντας αποκλειστικά δικές του επιλογές, όπως τον Σμάιχελ (ο οποίος έκανε μια απίστευτη γκέλα στο πρώτο του παιχνίδι με τη Γιουνάιτεντ, που θα μπορούσε να τον «θάψει») ή τον Φαν Νίστελρόι (που τον αγόρασε παρά το γεγονός ότι είχε ένα σοβαρό τραυματισμό που θα μπορούσε να του κόψει την μπάλα). Βέβαια, δεν ασχολήθηκε όσο έπρεπε με περιπτώσεις όπως του Φορλάν ή του Πικέ, οι οποίοι έπαιξαν -και παίζουν- μπάλα φεύγοντας από τη Γιουνάιτεντ. Ακόμα και η περίπτωση του Μεξικανού Χιμένεζ φαίνεται να είναι μια επιτυχία του σκάουτινγκ της Γιουνάιτεντ, που τον εντόπισε και τον αγόρασε πριν από το Μουντιάλ, το οποίο θα εκτόξευε την τιμή του στα ύψη. Εντούτοις, η εικόνα της ομάδας φέτος, η οποία δείχνει αρκετά αποδυναμωμένη σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, είναι φυσικό επακόλουθο της εξαγοράς της αγγλικής ομάδας από τον Γκλέιζερ το 2005 και της επιβολής της δικής του επιχειρηματικής αντίληψης.
Ομάδες σε αυτό το επίπεδο, όπως η Γιουνάιτεντ, που κινούνται μέσα σε μια ζούγκλα επιχειρηματικής αντίληψης και κανόνων για το ποδόσφαιρο, χρειάζονται σχέδιο, ανθρώπους και πολλά, πολλά χρήματα για να μπορούν να παραμείνουν στο ίδιο επίπεδο. Είναι, όμως, τυχαίο ότι καμία από αυτές τις μεγάλες ομάδες δεν παρουσιάζει κέρδη, αλλά μόνο ελλείμματα;
Η πλασματική εικόνα των αριθμών
Κέρδος 100 εκατομμυρίων λιρών επρόκειτο να ανακοινώσει χθες η Γιουνάιτεντ με τη δημοσιοποίηση των οικονομικών στοιχείων της χρονιάς που πέρασε. Με τέτοιο κέρδος τι οικονομικά προβλήματα να αντιμετωπίζει η ομάδα; Θα ήταν έτσι, αν τα νούμερα έλεγαν την αλήθεια. Αυτό το ποσό που παρουσιάζεται σαν κέρδος είναι ένα λίγο-πολύ λογιστικό τρικ. Είναι δεδομένο ότι η ομάδα έχει μεγαλύτερα έσοδα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, την αύξηση στην τιμή των εισιτηρίων, από τις χορηγίες και τα έσοδα από τις πωλήσεις αντικειμένων με το σήμα της ομάδας εκτός Αγγλίας.
Την ίδια στιγμή, παρά το γεγονός ότι η ομάδα δεν έπιασε τον στόχο των 54 χιλιάδων διαρκείας, όλα τα εντός έδρας παιχνίδια είναι sold out. Μια μικρή παρένθεση εδώ. Αν σκεφτεί κανείς ότι το γήπεδο της Μάντσεστερ έχει 33 χιλιάδες θέσεις περισσότερες από εκείνες του γηπέδου της Λίβερπουλ, αν κάνει τους απαραίτητους υπολογισμούς, θα διαπιστώσει πόσο εύκολα δημιουργούνται οι οικονομικές διαφορές. Επιστρέφω στην εικόνα των οικονομικών στοιχείων της Γιουνάιτεντ. Μπορεί, λοιπόν, να γίνεται λόγος για ένα κέρδος-ρεκόρ φέτος, αλλά το έλλειμμα έχει ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ και από το 2006 μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Γνωρίζουμε ότι η διαχείριση της οικογένειας Γκλέιζερ φόρτωσε στην ομάδα ένα χρέος με την εξαγορά, που ενώ τότε φαινόταν διαχειρίσιμο (αν και κάποιοι είχαν εκφράσει τις επιφυλάξεις τους), τώρα δεν μαζεύεται.
Από το 2005 έως το τέλος του 2008 μόνο για την εξυπηρέτηση των τόκων η Γιουνάιτεντ πλήρωσε στις τράπεζες 322 εκατομμύρια ευρώ! Ξαναγράφω. Μόνο για τόκους, οι οποίοι τη φετινή χρονιά -μετά και την άνοδο των επιτοκίων- μπορεί να ξεπεράσουν τα 66 εκατομμύρια. Τι οικονομικό σχεδιασμό να κάνεις, πόσες μπλούζες να πουλήσεις και πόσους τίτλους πρέπει να κερδίζεις κάθε χρόνο για να μειώσεις τα χρέη σου και, παράλληλα, να μπορείς να κάνεις και επενδύσεις; Η οικονομική κατάσταση της Γιουνάιτεντ είναι μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα. Και όταν σκάσει θα κάνει πολύ μεγαλύτερο θόρυβο από εκείνον που κάνει τώρα η Λίβερπουλ.
Ένα αδιέξοδο αναπόφευκτο
Υπάρχουν κάποια πολύ συγκεκριμένα οικονομικά στοιχεία στην παρούσα φάση που καθιστούν ασφυκτικό το χρέος της Μάντσεστερ. Το πρώτο είναι η παγκόσμια οικονομική κρίση, που αφαιρεί εισοδήματα από τους πελάτες-φιλάθλους-οπαδούς και περιορίζει την κατανάλωση και τη διαφήμιση. Το δεύτερο έχει να κάνει με την οικονομική κατάσταση των Γκλέιζερ στις ΗΠΑ, που είναι πολύ κακή. Φέτος, μάλιστα, έφτασαν να «δανειστούν» από το ταμείο της ομάδας 10 εκατομμύρια άτοκα, για μια περίοδο δύο χρόνων. Το τρίτο αφορά τη δυνατότητα της ομάδας να μεγιστοποιήσει τα έσοδά της. Δηλαδή, θα πρέπει να κερδίζει κάθε χρόνο το πρωτάθλημα και το Τσάμπιονς Λιγκ για να διασφαλίζει έσοδα της τάξης των 60 εκατομμυρίων, να αυξήσει τις τιμές των εισιτηρίων, να μεγαλώσει τον όγκο των πωλήσεων του merchandising και να περιορίσει τις δαπάνες παντός είδους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν μισθούς και συμβόλαια. Γίνεται; Εύκολα. Σε μυθιστόρημα, όμως...