«6 Φεβρουαρίου 1958 : Η νύχτα που έχασα τους φίλους μου και ένα κομμάτι από τη ζωή μου»
Πενήντα οχτώ χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την αεροπορική τραγωδία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Μόναχο. Το κείμενο που ακολουθεί με αφορμή τη μαύρη αυτή επέτειο, γράφτηκε πριν από σχεδόν 28 χρόνια από τον αείμνηστο Άγγλο δημοσιογράφο Geoffrey Green, ο οποίος υπήρξε για χρόνια επικεφαλής του αθλητικού τμήματος των «Times» και είχε παρακολουθήσει από κοντά τις προσπάθειες των παικτών του Ματ Μπάσμπι στο Κύπελλο Πρωταθλητριών εκείνη την σεζόν.
«Η ζωή είναι τελικά ζήτημα τύχης…Αν τα ζάρια είχαν έρθει διαφορετικά, θα ήμουν και εγώ εκεί, ανάμεσα στα συντρίμμια, στο αεροδρόμιο του Μόναχου… Δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν, σκέφτομαι μερικές φορές… Ξυπνάω μερικά βράδια και νομίζω πως όλα είναι ένας εφιάλτης… Ναι, θα ανοίξω την ατζέντα και θα πάρω ένα τηλέφωνο στον Τόμι Τέιλορ και θα του ζητήσω εκείνη τη συνέντευξη που μου έχει υποσχεθεί…Ή μάλλον όχι, θα τηλεφωνήσω στον πιτσιρικά, τον Ντάνκαν Έντουαρτς, που με τις απίστευτες επινοήσεις του δεν δείχνει για 20 χρονών μέσα στο γήπεδο…
Μετά, συνειδητοποιώ την σκληρή πραγματικότητα. Εκείνη η καταραμένη νύχτα δεν ήταν όνειρο, ούτε εφιάλτης. Ήταν απλά μια αληθινή σκηνή αυτού του έργου που παίζουμε όλοι χωρίς να ξέρουμε το σενάριο. Η ζωή, επιμένω, είναι θέμα τύχης…Και το μυαλό μου ξαναγυρίζει, όσα χρόνια και αν πέρασαν, πάντα σε εκείνο το τριήμερο, που άρχισε για μένα, με μια ζαριά της τύχης, που για μια στιγμή μου φαινόταν εξαιρετικά κακή… Είχα οριστεί από τους «Times» να ακολουθήσω την αποστολή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, στον εκτός έδρας αγώνα του Βελιγραδίου με τον Ερυθρό Αστέρα. Ήδη την ίδια σεζόν, 1957-58, είχα πάει με τους εκπληκτικούς «μπέμπηδες» του Ματ Μπάσμπι, τόσο στην Ιρλανδία για το 6-0 επί της Σάμροκ Ρόβερς, όσο και στην Πράγα για τον τυπικό αγώνα με την Ντούκλα. Το 3-0 του πρώτου ματς δεν είχε δώσει περιθώρια στους Τσέχους και η ήττα με 1-0 απλώς μας είχε περιορίσει την κατανάλωση….σαμπάνιας στην επιστροφή. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, ετοίμαζα τη βαλίτσα. Ήταν ο αρχισυντάκτης μου. «Τζεφ, δεν θα πας στο Βελιγράδι, θα μας καλύψει εκεί ο Ντον Ντέιβις. Σε στέλνω στο Κάρντιφ για το ματς της Ουαλίας με το Ισραήλ. Δεν δέχομαι αντιρρήσεις»…Ο ήχος του τηλεφώνου που έκλεινε μου έκοψε τα πόδια. Ο Ντον Ντέιβις δούλευε και στην εφημερίδα του Μάντσεστερ, την τοπική «Guardian». «Τον τυχεράκια, θα πάει στο καλό ματς και εγώ θα τρέχω στην αγγαρεία…Ουαλία-Ισραήλ για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958». Σπουδαία αποστολή, ξανασκέφτηκα…Τέλος πάντων. Γυρίζοντας σπίτι, αργά το βράδυ της 5ηςΦεβρουαρίου, οδηγώντας άνοιξα το ραδιόφωνο ψάχνοντας τις ειδήσεις. Ναι, η Γιουνάιτεντ, το είχε καταφέρει, 3-3 μέσα στο Βελιγράδι. Επόμενος σταθμός θα ήταν η Μαδρίτη, το Μιλάνο, ποιος ξέρει…Ωραία…Η νύχτα αυτή, η κλασσική βρετανική νύχτα, με τη βροχή να πέφτει ασταμάτητη, έπαιρνε διαφορετική μορφή… Πιο συμπαθητική, πιο όμορφη…Πού να ήξερα τι θα ακολουθούσε.
Μπήκα στο σπίτι, έκανα ένα ζεστό μπάνιο, έφτιαξα τσάι, πήρα στα χέρια μου ένα βιβλίο, αλλά λύγισαν τα βλέφαρα σύντομα… Όταν άκουσα το τηλέφωνο να χτυπάει ήταν πέντε το πρωί. «Ποιος διάολος…» σκέφτηκα… Το σήκωσα και η φωνή του αρχισυντάκτη μου ήταν αγνώριστη. «Τζεφ, έλα αμέσως σε παρακαλώ…Το αεροπλάνο έπεσε, δεν ξέρουμε τίποτα άλλο». Σοκ. Έπεσε; Το ακουστικό μου είχε φύγει από τα χέρια. Την ώρα που πετούσα κάποια ρούχα επάνω μου, το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Ο ξάδερφος μου, ο Τζον Γκριν από το BBC, άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης όταν σήκωσα το ακουστικό: «Τζεφρεϊ, ζεις, δόξα τω Θεώ». O Τζον δεν ήξερε αν είχα πάει τελικά στο Βελιγράδι και μου αποκάλυψε πως τηλεφώνησε απλά από κεκτημένη ταχύτητα, χωρίς να πολυπιστεύει πως δεν είχα ακολουθήσει την αποστολή. Τον ρώτησα αν ξέρει τι συνέβη, αλλά και το BBC είχε ελάχιστες πληροφορίες. «Το αεροπλάνο, κάνοντας ανεφοδιασμό στο Μόναχο, συνετρίβη στην απογείωση…Δεν ξέρουμε τίποτα άλλο».
Οδηγώντας προς τα γραφεία των «Times» η πρώτη μου σκέψη ήταν αν ζει ο άνθρωπος που πήγε αντί για εμένα….Μπαίνοντας στο γραφείο, αυτή ήταν και η πρώτη ερώτηση: «Ο Ντον ζει;». «Μάλλον δεν έζησε κανείς»… Θεέ μου, δεν είναι δυνατόν…Η τηλεόραση του BBC ένα έκτακτο δελτίο. Χωρίς, όμως, να μας πει τίποτα καινούργιο. Το ραδιόφωνο μετέδιδε κάθε δέκα λεπτά την είδηση, χωρίς να αναφέρει και αυτό κάτι συγκεκριμένο. Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, φαίνεται τραγελαφικό να περνούν οκτώ ώρες μέχρι να αποσαφηνισθεί, τι έγινε, ποιοι πέθαναν, γιατί…Κυρίως γιατί…Τότε όμως τα μέσα ήταν σχεδόν πρωτόγονα. Πήρα τηλέφωνο το Γουόλτερ Γουίντερμποτομ, τον μάνατζερ τότε της εθνικής Αγγλίας. Και αυτός είχε τις ίδιες απορίες…Και πρώτο όνομα που ρώτησε αν ζει ήταν το αγαπημένο του παιδί, ο Ντάνκαν Έντουαρτς. Σε ηλικία 17 ετών τον είχε κάνει διεθνή και στα τρία χρόνια που είχαν περάσει, γύρω από αυτόν και τους Μπερν, Τέιλορ και Πεγκ είχε χτίσει την εθνική που θα πήγαινε το καλοκαίρι στην Σουηδία για το Παγκόσμιο Κύπελλο…Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερε πως και οι τέσσερις είχαν χάσει κάτι παραπάνω από ένα Παγκόσμιο Κύπελλο….Την ίδια τους τη ζωή…Κατά τις έξι το απόγευμα, η ομίχλη είχε σκεπάσει την Αγγλία και δεν πρέπει να υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος στο νησί που να μην είχε πληροφορηθεί την σκληρή είδηση. Έχοντας ξεκινήσει από το Λονδίνο κατά τις δύο, χρειάστηκα περίπου τέσσερις ώρες, λόγω του καιρού για να φτάσω στο Μάντσεστερ. Ο πρώτος που είδα στην είσοδο του «Ολντ Τράφορντ» ήταν ο βοηθός του Μπάσμπι, ο Τζιμ Μέρφι, που επειδή ήταν και μάνατζερ της εθνικής Ουαλίας είχε, όπως και εγώ γλιτώσει το ταξίδι στο Βελιγράδι για εκείνο το ματς με το Ισραήλ.
«Τζέφρει δεν μπορεί να έχει συμβεί» ήταν τα λόγια του και έπεσε στην αγκαλιά μου. Τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα και είχε πιει πολύ. Προχώρησα προς τη γραμματεία…Οι δυο κοπέλες, η Τζιν και η Λόρα, που πάντα με το χαμόγελο εξυπηρετούσαν τους ανθρώπους του Τύπου, ήταν εκεί, αλλά αυτή τη φορά ήταν αγνώριστες. Το πρόσωπο τους ήταν κάτασπρο, ψεύτικο σαν μάσκα. Η Τζιν με κοίταξε και σαν να περίμενε από εμένα ένα θαύμα, ρώτησε αν ζούσε ο Λίαμ Γουέλαν ή αλλιώς ο «Μπιλ», όπως τον λέγαμε όλοι. Η σχέση τους ήταν κοινό μυστικό σε όλους μας και περιμέναμε κάποια μέρα να ανακοινώσουν τον αρραβώνα τους. Δεν ήξερα τι να τους πω, προτίμησα ένα ψέμα, τι σημασία είχε; «Τζιν, μάλλον κάποιοι έχουν ζήσει…Ας περιμένουμε και ας προσευχηθούμε»
Κατά τις εννιά, οι πληροφορίες ήταν πλέον συγκεκριμένες…Κάτσαμε όλοι στην αίθουσα Τύπου, ενώ η τηλεόραση μετέδιδε από το Μόναχο πληροφορίες….
Το αεροπλάνο στην τρίτη του προσπάθεια, είχε λυγίσει από το συσσωρεύμενο πάγο στα φτερά. Δεν πήρε ύψος και χτύπησε σ’ένα σπίτι στην άκρη του αεροδιαδρόμου, στη συνέχεια συνετρίβη και πήρε φωτιά. Οι νεκροί ήταν πολλοί, ανάμεσα τους ο Τέιλορ, ο Πέγκ, ο Μπερν, ο «Μπιλ» Γουέλαν, ο Μπεντ, ο Κολμαν, ο Τζόουνς… Όλη σχεδόν η βασική εντεκάδα. Ακόμα εννιά δημοσιογράφοι, ανάμεσα τους ο άνθρωπος που με είχε αντικαταστήσει, ο Ντον Ντέιβις, αλλά και άλλος ένας φίλος, ο Φρανκ Σουιφτ, παλιός γκολκίπερ της Μάντσεστερ Σίτι που δούλευε για τη «News of the World». Επίσης νεκροί ήταν άλλοι επτά άνθρωποι, ενώ το παιδί-θαύμα, ο Ντάνκαν Εντουαρντς, ήταν σε κώμα…Δύο εβδομάδες μετά θα πέθαινε κι αυτός.
Υπήρχαν και επιζώντες, όπως ο μάνατζερ Ματ Μπάσμπι, ο Μπόμπι Τσάρλτον, ο Μπίλι Φούλκς, ο Χάρι Γκρέγκ, ο Ντένις Βάιολετ, ο Ρει Γούντ…
Σε κρίσιμη κατάσταση όλοι, αλλά ζωντανοί, όπως και τελικά ευτυχώς επέζησαν.
Η πιο μαύρη μέρα στην ιστορία του βρετανικού αθλητισμού ήταν αυτή. Ακόμη και σήμερα που έχουν μεσολαβήσει τραγωδίες όπως αυτή του Χέιζελ, του Μπράντφορντ, του Μπέρντεν Παρκ και του Αιμπροξ, με πιο πολλά θύματα από το δυστύχημα του Μονάχου, αυτή η νύχτα της 6ης Φεβρουαρίου του ’58 μένει ως η πιο εφιαλτική. Είναι η αδικία της ζωής, αλλά το αεροπλάνο εκεί μετέφερε «επώνυμους», ολόκληρη ομάδα, ενώ τα άλλα γεγονότα είχαν θύματα «ανώνυμα»…Σκληρή που είναι η ζωή!
Φεύγοντας εκείνο το βράδυ από το «Ολντ Τράφορντ» για το ξενοδοχείο μου, παρακολουθούσα πως δεν υπήρχε ψυχή στο δρόμο. Κανείς. Όλοι είχαν κλειστεί στα σπίτια, με τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις ανοιχτές, περιμένοντας κάποια πληροφορία, με την ελπίδα πως κάποιος θα ενημέρωνε πως όλα ήταν ένα κακό όνειρο…Σαν να ήθελαν τα σπίτια να ξορκίσουν το φάντασμα που πλανιόταν πάνω από την πόλη εκείνο το βράδυ, οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν ερμητικά κλειστά.
Έφτασα στο ξενοδοχείο, μπήκα στο δωμάτιο, γέμισα τη μπανιέρα. Πήγα να ανάψω ένα τσιγάρο. Και τότε μου έπεσε από τα χέρια το πακέτο. Στην πίσω πλευρά είχε μια φωτογραφία, του Τόμι Τέιλορ. Ήταν η εποχή που τα τσιγάρα και οι μπύρες είχαν αρχίσει να… λατρεύουν το ποδόσφαιρο. Ξάπλωσα και προσπάθησα να κοιμηθώ. Ήταν αδύνατο…Το μόνο που θυμάμαι είναι πως έκλαψα, έκλαψα πολύ…Είχα χάσει τους καλύτερους μου φίλους, ένα κομμάτι από τη ζωή μου. Και όμως ήμουν τυχερός. Γιατί είχα γλιτώσει, από μια ζαριά της μοίρας, την ίδια μου τη ζωή…..»