Η εντυπωσιακή άνοδος του Φαμπίνιο!
28 Αυγούστου 2010, μέχρι 28 Μαΐου 2018. 2830 ημέρες. Εφτά χρόνια και εννέα μήνες. 93 μήνες. Όλοι οι αριθμοί στρογγυλοί. Τόσο χρόνο πήρε στην Λίβερπουλ για να δει ξανά αξιόπιστο εξάρι στο ρόστερ της. Για την ακρίβεια τόσο της πήρε για να βρει εξάρι. Διότι, όταν το καλοκαίρι του 2010, ο Χαβιέρ Μασεράνο συμφώνησε με την Μπαρσελόνα, έγινε επίσημα κάτοικος Βαρκελώνης. Έκτοτε, μπήκε πολύ νερό στο αυλάκι, άλλαξαν πολλά πράγματα, μία ομάδα που βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού διοικητικά, ξύπνησε και έβαλε τις βάσεις για την τέλεια αντεπίθεση της.
Για την επιστροφή στους τίτλους. Ο ερχομός του Γιούργκεν Κλοπ, έβαλε σε μία σειρά τον σύλλογο, ενώ οι αφίξεις διάφορων κορυφαίων ποδοσφαιριστών, ενδεικτικά όπως ο Σαντιό Μανέ, ο Μοχάμεντ Σαλάχ, ο Ρομπέρτο Φιρμίνο και ο Άλισον Μπέκερ, συνέβαλαν στην δημιουργία μιας εκπληκτικής ομάδας. Για έναν από αυτά τα διαμαντάκια γράφω σήμερα και αναφέρομαι στην απίστευτη εξέλιξη του Φαμπίνιο.
Ο Φαμπίνιο Ενρίκε Ταβάρες όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1993 στη Βραζιλία και συγκεκριμένα στην πόλη της Καμπίνας, της Πολιτείας του Σάο Πάολο. Από μικρή ηλικία άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο στο σχολείο του, καθώς και στην τοπική ομάδα, την Παουλίνια.
Όπως οι περισσότεροι Βραζιλιάνοι, έτσι και ο Φαμπίνιο, αρχικά δοκίμασε να παίξει φούτσαλ με μεγάλη επιτυχία, διότι το άθλημα τον βοήθησε να μάθει την τέχνη του κοντρόλ και το πως να υποδέχεται άψογα την μπάλα σε κλειστό χώρο, ικανότητες που θα γίνουν περιζήτητες από τους προπονητές του, αργότερα στην καριέρα του.
Κάπου στην ηλικία των 12 ετών, ήταν που με τις εμφανίσεις του, τράβηξε τα βλέματα των ανθρώπων της Φλουμινένσε, οι οποίοι τον ενέταξαν στην ακαδημία της ομάδας. Εκεί ξεκίνησε να ανέρχεται ως ένας ελπιδοφόρος δεξιός οπισθοφύλακας και μάλιστα σπάνια παρακολουθούσε την πρώτη ομάδα της <<Φλου>> να παίζει. Ωστόστο, αξίζει να αναφερθεί πως την εποχή εκείνη υπήρχε στην ομάδα ένας 17χρονος Βραζιλιάνος, που έγινε μάλιστα είδωλο για τον ίδιο. Το όνομα του; Μαρσέλο!
Το ταλέντο του έκανε μπαμ από χιλιόμετρα μακριά. Πριν καν προλάβει να κάνει ντεμπούτο με την ανδρική ομάδα, τον άρπαξε για 500 χιλιάδες ευρώ η πορτογαλική Ρίο Άβε! Στην Πορτογαλία ήταν η πρώτη φορά που θα συναντηθεί με τον άνθρωπο που έμελλε να του αλλάξει την ζωή προς το καλύτερο και αναφέρομαι στον μελλοντικό του ατζέντη, τον Ζόρζε Μέντες.
Ξανά χωρίς να κάνει ούτε μία επίσημη εμφάνιση, ο Μέντες, του εξασφάλισε μεταγραφή με δανεισμό στην Ισπανία και την Ρεάλ Μαδρίτης! Εκεί, υπήρχε ένας άλλος πελάτης του, ο Ζοζέ Μουρίνιο που την περίοδο εκείνη προπονούσε την πρώτη ομάδα της Ρεάλ.
Ο Βραζιλιάνος πέρασε τον περισσότερο καιρό του δανεισμού του εξ ολοκλήρου, στην δεύτερη ομάδα της <<Βασίλισσας>>, την Ρεάλ Καστίγια. Έπαιξε σε 30 παιχνίδια στο πρωτάθλημα της Σεγούντα Ντιβιζιόν και σκόραρε μία φορά στην ισοπαλία 3-3 με την Νουμάνθια.
Τον Μάιο του 2013, κατάφερε επιτέλους να κάνει την πρώτη του εμφάνιση με τα χρώματα της πρώτης ομάδας. Προερχόμενος από τον πάγκο αντικατέστησε τον Φάμπιο Κοεντράο, για να δώσει ασίστ στον Άνχελ Ντι Μαρία σε μία νίκη με 6-2 εναντίον της Μάλαγα.
Ακολουθώντας την φυγή του Μουρίνιο από την Μαδρίτη, το μέλλον του στην ομάδα υπήρξε αβέβαιο και γι΄ αυτό τον λόγο δόθηκε εκ νέου δανεικός από την πορτογαλική ομάδα. Αυτή την φορά κατέληξε στη Γαλλία και το ηλιόλουστο πριγκιπάτο του Μονακό. Εκεί συνάντησε ακόμα έναν πορτογάλο προπονητή, τον αξιόλογο Λεονάρντο Ζαρντίμ (που έφυγε χρόνια πριν από την Ελλάδα και τον Ολυμπιακό ως λίγος και ανεπαρκής).
Έπειτα από δύο πέρα για πέρα επιτυχημένες χρονιές ως δανεικός, η γαλλική ομάδα αποφάσισε το καλοκαίρι του 2015 να τον κάνει μόνιμο κάτοικο του Μόντε Κάρλο με ένα ποσό κόντα στα έξι εκατομμύρια ευρώ.
Όπως είπαμε ο Φαμπίνιο σε όλη του την καριέρα πριν την Μονακό, έπαιζε αποκλειστικά ως δεξί μπακ. Ωστόσο ήταν εκείνη την στιγμή που ο Ζαρντίμ πήρε μία απόφαση για λόγους τακτικής και έδωσε νέο ρόλο στο Βραζιλιάνο. Του άλλαξε θέση και του έδωσε νέο ρόλο στο χώρο του κέντρου ως αμυντικός μέσος ή χαφ αν προτιμάτε. Η αλλαγή αυτή ήταν ιδέα του Πεπ Γκουαρντιόλα, που το επιχείρησε πρώτος με τον Φίλιπ Λαμ όταν προπονούσε την Μπάγερν Μονάχου και αργότερα αφομίωσαν και πέρασαν στις ομάδες τους ο Πορτογάλος, καθώς επίσης και ο Τόμας Τούχελ με μεγάλη επιτυχία, όταν ήταν ένα φεγγάρι στο Βεστφάλεν για λογαριασμό της Μπορούσια Ντόρτμουντ.
Στο εξαιρετικό σύστημα 4-4-2 που λάνσαρε εκείνη την χρονιά μαεστρικά ο Ζαρντίμ, ο Φαμπίνιο ήταν δίπλα στον Μπακαγιόκο και έδεσαν τόσο καλά οι δύο τους, καθώς πρόσθεσαν τρομερή αμυντική αλληλοκάλυψη στην ομάδα με τα πολλά τους τρεξίματα και με τις αναχαιτίσεις των χαμένων κατοχών. Παράλληλα τα δύο φουλ μπακ, ο Μπεντζαμίν Μεντί και ο Τζιμπρίλ Σιντιμπέ είχαν αστείρευτες δυνάμεις για να δημιουργούν επελάσεις στο επιθετικό τρανζίσιον, που οδήγησε την Μονακό σε ένα εντελώς άλλο επίπεδο, πρωτοφανές στους Γάλλους.
Το 2017, η Μονακό έκανε την έκπληξη στο Σαμπιονά και εκθρόνισε την Παρί Σεν Ζερμέν από την κορυφή, για να ανακυρηχθεί πρωταθλήτρια με 95 βαθμούς (30 νίκες 5 ισοπαλίες και μόλις 3 ήττες), έχοντας σκοράρει 107 γκολ, ενώ με άμυνα από γρανίτη, δέχθηκε μόνο 31 γκολ. Όλα αυτά σε 38 αγωνιστικές. Ασύλληπτα πράγματα. Φυσικά δεν έμεινε μόνο εκεί. Στην Ευρώπη, έκανε τρομερές εμφανίσεις, έφτασε μέχρι τα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ, όπου και αποκλείστηκε από την πιο έμπειρη και μετέπειτα φιναλίστ Γιουβέντους.
Το καλοκαίρι εκείνο, η ταλαντούχα ομάδα των <<Μονεγάσκων>> διαλύθηκε, με τους Μπερνάρντο Σίλβα και Μπέντζαμιν Μεντί να καταλήγουν στη Μάντσεστερ Σίτι και τον έφηβο ακόμα Κιλιάν Εμπαμπέ να φεύγει λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, συγκεκριμένα στο Παρίσι.
Ο Φαμπίνιο έμεινε στη Μονακό για έναν ακόμα χρόνο, αρνήθηκε το κάλεσμα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και του παλιού του προπονητή Ζοζέ Μουρίνιο και τελικά το καλοκαίρι του 2018 ετοίμασε βαλίτσες για Αγγλία, όμως για την Λίβερπουλ του Γιούργκεν Κλοπ σε μία μεταγραφή που άγγιξε τα 45 εκατομμύρια ευρώ.
Ως συνδετικός κρίκος άμυνας και επίθεσης, βέβαια, αποτελεί παίκτη - κλειδί κατά την ανάπτυξη των <<κόκκινων>> . Ο 26χρονος ποδοσφαιριστής προστατεύει εξαιρετικά τη μπάλα χάρη στα φυσικά του προσόντα και παράλληλα, μόνο ο Χέντερσον χάνει λιγότερες φορές τη μπάλα από εκείνον στο χώρο του κέντρου. Σήμα κατατεθέν του είναι οι διαγώνιες μπαλιές του στον Αλεξάντερ Άρνολντ, καθώς ανά παιχνίδι επιχειρεί 2,7 μακρινές πάσες.
Συνοψίζοντας, ο ευέλικτος Βραζιλιάνος μπορεί να είχε αργό ξεκίνημα στο <<Άνφιλντ>> μέχρι να βρει τα πατήματά του, ωστόσο με τον καιρό εξελίχθηκε στα χέρια του <<θαυματοποιού>> Γερμανού προπονητή, από ένας ελπιδοφόρος Βραζιλιάνος δεξιός μπακ, αρχικά σε πρωταθλητής Ευρώπης και Κόσμου, οσονούπω πρωταθλητής Αγγλίας, αλλά κυρίως σε έναν από τους καλύτερους αμυντικούς μέσους στην σύγχρονη ιστορία του ποδοσφαίρου, αν όχι ο καλύτερος στην εποχή που ζούμε πάντα!
Κωνσταντίνος Μόσχοβος