Υπόκλιση στον άνθρωπο που η ομάδα ρέει στις φλέβες σαν αίμα!
Μπορεί το επίσημο τραγούδι της Λίβερπουλ να είναι το «You'll never walk alone», ωστόσο η διαδρομή του ανθρώπου που τιμά σήμερα στο «Ανφιλντ» στο φιλικό με τον Ολυμπιακό, ο κόσμος των reds, κυλάει γλυκά σαν τη μουσική των πιο φημισμένων παιδιών της πόλης, των θρυλικών Beatles.
O Στίβεν Τζέραρντ θα έμπαινε άνετα σε οποιαδήποτε ενδεκάδα, οποιασδήποτε εποχής στην ιστορία της Λίβερπουλ, χωρίς να νοιώσει μειονεκτικά απέναντι στον Νταλγκλίς, τον Ρας, τον Σούνες, τον Κίγκαν τον Λίντελ, τον Μπαρνς, τον Χάνσεν. Ενας από τους κλασσικούς βρετανικούς μύθους κάνει λόγο για το Εξκάλιμπερ, το σπαθί που περίμενε τον Αρθούρο να το τραβήξει από τον βράχο για να ανέβει δικαιωματικά στον θρόνο. Ετσι συνέβη και με τον Τζέραρντ που έμελλε να έχει την ευθύνη να σηκώσει το φορτίο της σύγχρονης Λίβερπουλ του 21ου αιώνα , μίας ομάδας που δεν έχει πανηγυρίσει τον τίτλο από το 1990 και που για χρόνια προσπαθεί να ξαναβρεί την χαμένη της αίγλη.
Υπήρξε σχεδόν μία 20ετία στα 70s και τα 80’ς όπου η Λίβερπουλ κέρδιζε πριν βγει στο γήπεδο. Χρειαζόταν αληθινή δοκιμασία για να αποσπάσεις το στέμμα από τις υπερομάδες που έχτισαν ο Σάνκλι ο Πέισλι και Φάγκαν, ωστόσο μετά την αποχώρηση σόκ του King Kenny τον Φλεβάρη του 1991, τα πέτρινα χρόνια που ακολούθησαν ηχούσαν σαν τους στίχους από το «Yesterday», της μελωδικότερης σύνθεσης του διδύμου Lennon- McCartney. Όνειρα που έσβηναν πριν καν φωτίσουν τις νύχτες και τις ελπίδες που σκορπούσαν με τα πρωτοβρόχια. Η κραυγή του «Help!» σε διαπερνούσε, μέχρι τη βραδιά που ένα αμούστακο παιδί έκανε ντεμπούτο τον Νοέμβρη του 1998. Γέννημα - θρέμμα Liverpoodlian, που η καρδιά του ήταν πιο κόκκινη και απ' το αίμα του.
Ο Στίβεν Τζέραρντ, αν και πρωτόπαιξε σε μία κακή σεζόν, ουσιαστικά στην αρχή της εποχής Ζεράρ Ουγιέ, έκανε και πάλι τον κόσμο να τραγουδά, όπως κάποτε οι Beatles , «I feel fine» και σύντομα απέδειξε πως αυτό που έδειχνε μέσα στο γήπεδο δεν ήταν απλώς υποσχέσεις και φρούδες ελπίδες και φώναζε με την απόδοσή του και έτρεχε πιο πολύ απ' όλους, την ίδια στιγμή που η καινούργια ομάδα χτίστηκε γύρω του.
Όταν έφτασε στο «Ανφιλντ» ο Ράφα Μπενίτεθ τον έπεισε (σε αντίθεση με τον Μάικλ Όουεν που το καλοκαίρι του 2004 άκουσε τις «Σειρήνες» της Ρεάλ και λιποτάκτησε ουσιαστικά απαξιώνοντας την καριέρα του) να οδηγήσει την ομάδα σαν νέος Μωυσής στη γη της επαγγελίας. Έκανε αυτό που η μοίρα τον είχε σημαδέψει. Με την ομάδα έτοιμη να πετάξει πετσέτα στον τελικό της Πόλης με το 0-3 στην πλάτη, την οδήγησε στην απόλυτη ανατροπή. Τα λεφτά της Τσέλσι έδειξαν να τον κερδίζουν τον Ιούλιο του 2005 αλλά (νάτοι πάλι οι Beatles) Μoney can' t buy love. Μέσα σε λίγες ώρες κατάλαβε την κραυγή απόγνωσης του λαού του που τραγουδούσε με απόγνωση το «Don'tlet me down», και απαρνήθηκε τον Μουρίνιο. Από τότε κύλησε νερό στο αυλάκι, οδήγησε την ομάδα σε πολλά δύσβατα μονοπάτια και σ' έναν ακόμα τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, παραλίγο και στο πολυπόθητο πρωτάθλημα το 2009 πλην όμως η πτωτική τάση της ομάδας, δεν μπορούσε πια να ανακοπεί μόνο από την δική του παρουσία.
Στα 33 του παραμένει ένας από τους καλύτερους παίκτες της Πρέμιερ Λιγκ , θα είναι για πάντα μέσα στις καρδιές του κόσμου, ωστόσο το πιο πιθανό είναι πως δεν θα μπορέσει να κάνει αυτό που ονειρευόταν παιδί, δηλαδή να οδηγήσει την ομάδα ξανά στον εγχώριο θρόνο. Για τον Stevie G όμως όλες οι αναμνήσεις της ποδοσφαιρικής του ζωής με τα κόκκινα θα περιστρέφονται, σαν το δολοφόνο στον τόπο του εγκλήματος, γύρω από την σεζόν 2004-2005. Τα γκολ με τον Ολυμπιακό και την Μίλαν, τα ματς με την Λεβερκούζεν, την Γιουβέντους την Τσέλσι, ο τελικός της Πόλης αρκούν για να μην ξεχαστεί ποτέ το όνομα του. Στο βάθος θα ακούγεται πάντα σαν σάουντρακ το «let it be». Γιατί η ιστορία γράφεται από τους ανθρώπους, αλλά υπάρχουν και κάποιοι λίγοι και εκλεκτοί που εκείνη μαγνητισμένη απλώς ακολουθεί τα βήματά τους.