Οι στιγμές που το ποδόσφαιρο απαιτεί κατάθεση ψυχής!
Το Σάββατο ήταν η αγαπημένη μου μέρα στα σχολικά χρόνια. Αν και τότε είχαμε κανονικό μάθημα (κάτι που υποθέτω πως οι σημερινοί μαθητές διαβάζουν και ανατριχιάζουν) το γεγονός πως σχολάγαμε νωρίτερα μου έδινε την ευκαιρία να προλάβω στην τηλεόραση την αγαπημένη κου εκπομπή.
Το «Ταξίδι στα αστέρια» ή Star Trek όπως ίσως είναι πιο γνωστό, αποτελούσε must για τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 70 για κάθε παιδί. Μέχρι που το κανάλι 11 (η σημερινή ΕΡΤ) αποφάσισε να αλλάξει το πρόγραμμα της και να τοποθετήσει το 1971 αγγλικό ποδόσφαιρο, μεταφέροντας τον κάπτεν Κερκ και τον Ντόκτορ Σποκ νωρίτερα, σε ώρα απαγορευτική για τους μαθητές! Οι νέες εικόνες που έμπαιναν στα σπίτια μας, από έναν άλλο ποδοσφαιρικό γαλαξία μας έστελναν μηνύματα που ακόμη στην Ελλάδα ήταν άγνωστα. Οι παίκτες είχαν μακριά μαλλιά (κάτι που η χούντα απαγόρευε στην χώρα μας), το παιχνίδι ήταν πολύ γρήγορο, τα γήπεδα έμοιαζαν τεράστια. Μόνο στις εξέδρες δεν υπήρχε διαφορά. Εκεί όπως και στην Ελλάδα, τα γήπεδα ήταν γεμάτα, με τη διαφορά πως εκείνοι προκαλούσαν συχνά επεισόδια και μας ξάφνιαζε. Βλέπετε τέτοια προβλήματα στην Ελλάδα δεν υπήρχαν, οι αντίπαλοι οπαδοί κάθονταν μαζί στην εξέδρα και αν κάποιος προέβλεπε πως θα είναι η κατάσταση τέσσερις δεκαετίες αργότερα θα τον περνούσαν για τρελό!
Η πρώτη ομάδα που μου κέντρισε το ενδιαφέρον βλέποντας αγγλικό ποδόσφαιρο ήταν η Αρεσεναλ λόγω του Τσάρλι Τζορτζ ενός τρελόπαιδου με μακριά χαίτη και εξαιρετική τεχνική κατάρτιση και η Γουέστ Χαμ, λόγω Μπόμπι Μουρ και Τρέβορ Μπρούκινγκ η οποία ωστόσο πάντα βολόδερνε εκεί πάνω από την ζώνη του υποβιβασμού παρά το ιδιαίτερα όμορφο αγωνιστικό στυλ. Η Τσέλσι που την είδα το 1971 στο Στάδιο Καραισκάκη να νικάει την Ρεάλ στον τελικό του Κυπελλούχων, μου είχε κάνει εντύπωση γιατί οι φανέλες της έμοιαζαν πιο...μπλε από ότι τις περίμενα. Αλλωστε στην ασπρόμαυρη τηλεόραση φανταζόμασταν και χρωματίζαμε με τις δικές μας εμπνεύσεις όταν ακούγαμε τον σχολιαστή να μιλά για τα «παγώνια» τους «πετεινούς» τους «κόκκινους διαβόλους» τα «καναρίνια». Η μεγαλύτερη και π5ρώτη μου αγάπη πάντως τότε ήταν η Γουλβς, με την φανέλα που είχε τους τρεις λύκους, σέντερ φορ τον Ντέρεκ Ντούγκαν και που έφτασε στον πρώτο τελικό ΟΥΕΦΑ που έδειξε η τηλεόραση, κόντρα στην Τότεναμ το 1972.
Ο καλύτερος μου φίλος από εκείνα τα χρόνια μέχρι και σήμερα, ο Αγγελος, ήταν ξεκάθαρος πάντα στην προτίμηση του. Φανατικός Λιντς Γιουνάιτεντ, λόγω του αείμνηστου πατέρα του, συγγραφέα Δημήτρη Γέροντα, είχε ενθουσιαστεί από την πρώτη μέρα που είδε την ολόασπρη στολή της Λιντς στην τηλεόραση, με τις χαρακτηριστικές κάλτσες να έχουν πάνω τον αριθμό κάθε παίκτη! Ομολογώ πως κρυφά την θαύμαζα και εγώ λόγω του Πιτερ Λόριμερ, του Μπίλι Μπρέμνερ του Εντι Γκρέι και του Τζόνι Τζάιλς, του Ιρλανδού με τις μπαλιές διαβήτη, που η μοίρα με έφερε αργότερα να κάθομαι δίπλα του σε πολλές μεταδόσεις στο Τσάμπιονς Λιγκ, όταν αυτός δούλευε στο RTE. Η Λιντς εκείνη την εποχή και για δέκα χρόνια υπήρξε χωρίς κουβέντα, η καλύτερη αγγλική ομάδα. Επίσης θαύμαζα τον Τζόρτζ Μπεστ αλλά η Γιουνάιτεντ της εποχής, ήταν ένα παρηκμασμένο συγκρότημα που τελικά υποβιβάστηκε από το περίφημο γκολ του Ντένις Λόου, με τακουνάκι, στο μαυς με την Σίτι τον Απρίλιο του 1974. Η εικόνα που έφτανε στους δέκτες μας με τον Λόου να μην μπορεί να πανηγυρίσει το τέρμα που έριχνε κατηγορία την ομάδα της καρδιάς του μου έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στο μυαλό, όπως και η αφοσίωση των οπαδών της Γιουνάιτεντ που τη σεζόν 1974-75 έκαναν ρεκόρ εισιτηρίων στη Β΄ κατηγορία!
Το 1974, στην διάρκεια του τελικού Λίβερπουλ- Νιούκαστλ 3-0, αν και αρχικά ήμουν αποστασιοποιημένος, έπιασα τον εαυτό μου να μαγεύεται από τις πολλές πάσες των νικητών στο τρίτο γκολ του Κίγκαν. Και την επόμενη τριετία, σιγά σιγά η Λίβερπουλ άρχισε να με κατακτά όλο και πιο πολύ. Στον τελικό του ΟΥΕΦΑ το 1976 με την Μπριζ, ξαναθαύμασα τον Κίγκαν και την ανατροπή από 0-2 σε 3-2 μέσα σε δέκα λεπτά στο «Ανφιλντ», το 1977 είδα σε μαγνητοσκόπηση (κρυφά από τους γονείς μου γιατί ήταν περασμένες δώδεκα και είχα σχολείο την επόμενη μέρα) την επική πρόκριση στο 3-1με την Σεντ Ετιέν.
Τα κύπελλα Πρωταθλητριών του 1977 ( στο αντίο του Κίγκαν) και του 1978 (με το μυθικό γκολ του Κένι Νταλγκλίς) τα χάρηκα αλλά ακόμη η καρδιά μου αμφιταλαντευόταν.
Η μέρα λοιπόν, του απόλυτου προσηλυτισμού μου έγινε τον Σεπτέμβρη του 1978, όταν περνώντας τα τουρνικέ του ΚΟP στο «Ανφιλντ» βίωσα την αληθινή ποδοσφαιρική εμπειρία. Η Λίβερπουλ υποδεχόταν την Τότεναμ που είχε μόλις αποκτήσει τους «φρέσκους» παγκόσμιους πρωταθλητές Αρντίλες και Βίγια. Το τελικό σκορ δεν το φανταζόταν κανείς και μέχρι και σήμερα είναι πιθανότατα η τελειότερη παράσταση που δόθηκε από την Λίβερπουλ μπροστά στον λαό της. Το 7-0 θα μπορούσε να ήταν διπλάσιο αν ο γκολκίπερ της Τότεναμ δεν ήταν ο ήρωας του αγώνα!
Στα σχεδόν 35 χρόνια που ακολούθησαν απόλαυσα μεγάλες μέρες και νύχτες, χάρηκα και στενοχωρήθηκα. Εκλαψα μόνο μία φορά, στο Χίλσμπορο όταν χάθηκαν 96 ψυχές και ανάμεσα τους ο Τζέιμι, που τον γνώρισα παιδάκι και που ήταν πια έφηβος. Όταν βλέπω τον γιό μου να χαίρεται στις επιτυχίες ( που αλήθεια είναι πως δεν ήταν πολλές τα τελευταία χρόνια) και να «συννεφιάζει» στις αποτυχίες, τον καταλαβαίνω. Περιέγραψα τη βιβλική ανατροπή στην Πόλη στον τελικό με την Μίλαν, μετέδωσα τον πιο ατμοσφαιρικό αγώνα των τελευταίων δέκα χρόνων στη πρόκριση παρά την ήττα με 1-0 από την Μπαρτσελόνα το 2007, συν την καταπληκτική παράσταση του Τζέραρντ με τον Τόρες στο 4-0 επί της Ρεάλ το 2009, αλλά η μοίρα ήθελε να βρεθώ πίσω από το μικρόφωνο την νύχτα που η Αρσεναλ με τον Τόμας άλωσε το Ανφιλντ στο τελευταίο λεπτό αρπάζοντας τον τίτλο ύστερα από 18 χρόνια, το 1989.
Σήμερα αυτή η ομάδα συμπληρώνει 120 χρόνια ζωής. Είμαι χαρούμενος που βρέθηκα σε εκείνο το ματς το 1978 και με τα χρόνια έφτασε να με συνδέει και προσωπική φιλία με κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα που φόρεσαν τη φανέλα της από τον τον Ιαν Ρας τον Χάνσεν και τον Αλαν Κένεντι έως τον Σεν Τζον, τον Λόρενσον, τον Ρέντναπ, τον Γουίλαν , τον Μπέγκλιν και τον Μέλμπι. Είχα την ευτυχία να μιλήσω επί μακρόν με τον Κένι Νταλγκλίς και τον Κέβιν Κίγκαν , να γνωριστώ με τον Μπομπ Πέισλι και τον Τζο Φάγκαν, να κάνω συνέντευξη για τη τηλεόραση της NOVA μετά από αρκετά ματς του Τσάμπιονς Λιγκ με τον Ράφα Μπενίτεθ, τον Κάουτ, τον Κάραγκερ και τον Χίπια. Δεν είναι πια η πρώτη ομάδα σε πρωταθλήματα αφού (δικαίως λόγω του Σερ Αλεξ, του βιονικού Γκιγκς και της σταθερότητας της) η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ τη γκρέμισε από τη κορυφή με 12 τίτλους από το 1993 και ύστερα αλλά παραμένει πρώτη σε ευρωπαικά τρόπαια. Δ εν είναι αυτός ο λόγος όμως που αξίζει να την υποστηρίζεις. Είναι πάνω από όλα, η αίσθηση της ανατριχίλας που διατρέχει τη σπονδυλική στήλη κάθε φορά που το κοινό να τραγουδά με όλη του την ψυχή το You’ll Νever Walk Alone. Ειδικά όταν τα ματς στραβώνουν, και αυτό συμβαίνει συχνά τη τελευταία 20ετία. Εκεί και τότε καταλαβαίνεις πως το ποδόσφαιρο απαιτεί πάνω από όλα μία κατάθεση ψυχής!
ΥΓ: Εκείνο που δεν καταλαβαίνουν τα νέα παιδιά είναι πως το να υποστηρίζεις μία ομάδα δεν σημαίνει πως οφείλεις να μην βλέπεις τα στραβά της ούτε πως πρέπει να βρίσκεις πράγματα για να μηδενίζεις τους αντιπάλους σου. Το ωραίο στην μπάλα πρέπει να αναγνωρίζεται ώστε να γίνεται αντιληπτή και κατανοητή η διαφορετικότητα. Χωρίς το μεγαλείο του αντιπάλου δεν υπάρχει αναγνώριση της δικής σου αξίας. Πουθενά και ποτέ!